Η λογοτεχνία σε μια πολυσύχναστη παραλία
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 28.06.21 ]Ο Μποντλέρ αισθανόταν την παραλία σαν μια «τυραννία της ανθρώπινης ύπαρξης», και την εποχή του το θέαμα δεν ήταν και τόσο αποκαρδιωτικό όπως είναι σήμερα. Σε μια από τις πολλές ελληνικές παραλίες, ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα, κοίταζα γύρω μου τον λαό των διακοπών, και ούτε μία από τις φάτσες που κοίταγα δεν μου ενέπνεε κάτι το συμπαθητικό∙ κι εγώ ο ίδιος δεν ήμουν πια ένα σημείο παρατήρησης, αλλά αναμιγμένος με τους άλλους, ακυρωμένος από τους άλλους, ήμουν μέρος του θεάματος που είχα την ψευδαίσθηση να παρατηρώ. Ακόμη και η φάτσα μου, σε έναν παρατηρητή σαν κι εμένα, θα έμοιαζε χυδαία χωρίς καμιά πνευματικότητα, και απογοητευτική. Αυτός ο διαχωρισμός ήταν κατά βάση μια από τις πιο συχνές συνθήκες της λογοτεχνικής παραγωγής. Πρόκειται για την εισβολή του πλήθους των άρτι αφιχθέντων, το πλήθος των μετρίων, των κάθε είδους απροκατάληπτων άξεστων, των αυθαδέστατων νεόπλουτων, ένα καλό λίπασμα για να δώσει καρπούς το δέντρο της λογοτεχνίας;
Και είναι αυτό το να αισθάνεσαι μέσα και έξω από το κοινωνικό ανακάτεμα που προκαλούν, είναι η στιγμιαία υποβάθμιση του επιπέδου της δημόσιας αιδούς, ένα από τα κρυφά ελατήρια της λογοτεχνικής έμπνευσης; Είναι βέβαιο ότι το «χαμηλό ύφος» του μυθιστορήματος αρχίζει με την παρουσίαση του νεόπλουτου, με την ακράτητη χυδαιότητα του Τιγγελίνου που παρατηρείται από κάποιον όπως ο Πετρώνιος (*) που αισθανόταν την ικανότητα της ανάλυσης και τη δημιουργική δύναμη της τεράστιας απόστασης που τον χωρίζει από τη δική του αντίληψη για τη ζωή, το γούστο και τους καλούς τρόπους, από τις άθλιες φιγούρες που συναντά. Εξάλλου οι συνήθειες του Τιγγελίνου διαχέονταν όλο και περισσότερο στην κοινωνία στην οποία ανήκε και ο ίδιος ο Πετρώνιος. Και ο Νέρωνας, ο αυτοκράτορας, πόσο διέφερε από τον Τιγγελίνο; Δεν ήθελε και πολύ να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον Τιγγελίνο, και ο Πετρώνιος πλήρωσε με τη ζωή του το ενδιαφέρον του για τον νεόπλουτο και το νέο λογοτεχνικό είδος. Ούτε το επικό ούτε το λυρικό είδος, που οι αρχαίοι θεωρούσαν «υψηλό ύφος», θα είχαν ρίξει μια περιφρονητική ματιά στον Τιγγελίνο. Μόνο το μυθιστόρημα μπορούσε να το κάνει, και το μυθιστόρημα είχε στον Πετρώνιο τον πρώτο του μάρτυρα, που με αυτό τον τρόπο εξευγένισε τις απαρχές του.
Όσο περισσότερο γέμιζε η παραλία, όλο και περισσότερο είχα την αίσθηση της ορθής μου υπόθεσης, ελπίζοντας να αποσπάσω κάποιο λόγο αισιοδοξίας ή κάποια θετική εξέλιξη. Αυτοί οι ικανοποιημένοι άξεστοι, αυτοί οι αυθαδέστατοι νεόπλουτοι χωρίς ίχνος ντροπής, υπήρξαν πάντα το λίπασμα της λογοτεχνίας; Η πρόκληση της χυδαιότητας είχε πράγματι προσληφθεί από τη λογοτεχνία;
Τα παραδείγματα δεν λείπουν. Το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα, ο Δον Κιχώτης, γεννιέται ακριβώς όταν οι μεγάλες αρετές των παλιών ιπποτών καταντούν γελοίες, άτοπες, ξεπερασμένες, από το εμπορικό πνεύμα της νέας εποχής, από τον ρεαλισμό της νέας και πολυπληθούς ανερχόμενης τάξης, που καταλύει κάθε ιδεαλισμό. Και ο Μπερτόλντο, του Τζιούλιο Τσέζαρε Κρότσε, στην αυλή του βασιλιά Αλμποΐνο, με τις χοντροκομμένες του συμπεριφορές. Και ο Μολιέρος; Τι θα ήταν το θέατρο του Μολιέρου χωρίς τον ευγενικό αστό και όλους τους ανυπέρβλητους αχρείους που η ευφυΐα του τους έβαλε να «μιλούν σε πρόζα». Η κυρίαρχη οπτική γωνία ήταν εκείνη ενός παρατηρητή υψηλής κουλτούρας, ικανού να τοποθετήσει στη σωστή θέση τον πρωταγωνιστή του, υπογραμμίζοντας όμως όχι μόνο τα ελαττώματα και την έλλειψη στυλ, αλλά ακόμη τη ζωντάνια και τη δύναμή του που, τελικά, θα είχαν οδηγήσει στην επικράτηση μιας νέας κουλτούρας και σ’ έναν νέο τρόπο διαίσθησης.
Πράγματι, η Ιστορία μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τον Ναπολέοντα, δεν σταμάτησε ποτέ να προτείνει όλο και περισσότερο νέα πρόσωπα, με μανίες και αξιώσεις πρώτα ακατάληπτες, και αργότερα πιο ραφινάτα, πιο έξυπνα, που έγιναν μέλη της «κοινωνίας». Και να η Ρεβέκκα του Θάκερυ στο Vanity Fair, και η Μαντάμ Μποβαρύ που έφερνε μέσα της την αρρώστια του αιώνα, και μετά η Οντέτ που τόσο αγάπησε ο Σουάν, και η Μαντάμ Ντε Βερντουρίν που ο Μαρσέλ είδε να θριαμβεύει στους Γκερμάντ, κ.ο.κ….
Οι συγγραφείς έμειναν γοητευμένοι από αυτόν τον απατηλό κόσμο που ονειρευόταν έναν λαμπερό κόσμο, με τα όρια όλο και πιο λεπτά ανάμεσα στο στυλ της ζωής μιας γενιάς σε σύγκριση με την άλλη, από εκείνο το αόρατο σύνορο όπου έφτανε κάτι ελάχιστο για ν’ ανοίξει διάπλατα αβύσσους ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Η νοσταλγία του Σταντάλ για το ναπολεόντειο μεγαλείο, οι χαμένες ψευδαισθήσεις που είδε να διαλύονται κάτω από τα μάτια του ο Μπαλζάκ, η κραυγή του Φλομπέρ: «Madame Bovary c’est moi!», δεν κρύβουν πάντα αυτή την αποξένωση;
Βέβαια, μονολογούσα, η λογοτεχνική λειτουργία του άξεστου και αχρείου σε όλες τις μεταμορφώσεις της μέσα στο χρόνο, μέχρι τη σημερινή της μαζικοποίηση, ίσως να άξιζε μια καλύτερη μεταχείριση, μεθοδικά, όχι αδιάφορα σε μια πολυσύχναστη παραλία που με κάνει να δω όλο αυτό το είδος. Τώρα πια όμως δεν κατάφερνα να απελευθερωθώ από αυτή την ιδέα και πηδούσα από το ένα παράδειγμα στο άλλο, από τη μια λογοτεχνία στην άλλη, πάντα αναζητώντας σημεία στήριξης. Και να η Νατάσα στις Τρεις Αδελφές: «Από αύριο θα μείνω μόνη εδώ. Και πρώτα απ’ όλα θα διατάξω να κόψουν τα δέντρα από το δρόμο, κι αυτό το σφεντάμι. Το βράδυ είναι τόσο άσχημο!...».
Ίσως όμως είναι καιρός καλύτερα να σταματήσουμε με τα παραδείγματα και να αναρωτηθούμε: είναι ακόμη έτσι σήμερα; Σήμερα η αχρειότητα ίσως δεν είναι σε μας μια κατηγορία αλλά μια σχεδόν παγκόσμια κατάσταση; Αυτή η μάζα ανθρώπων που συνωστίζεται ευχαριστημένη για τον εαυτό της στις παραλίες μπορεί ακόμη να είναι ένα κίνητρο για τη λογοτεχνική δημιουργία; Σε ένα εδάφιο από τα Ηθικά Έργα (στον Διάλογο του Τριστάνο) ο Λεοπάρντι δηλώνει ότι νοσταλγεί την μετριότητα μιας άλλης εποχής που σπανίζει τώρα πια, γιατί έχει αντικατασταθεί από την μηδαμινότητα.
Κι εμείς είμαστε αναγκασμένοι να νοσταλγούμε τη μετριότητα μιας άλλης εποχής, τη μετριότητα του μέσου ανθρώπου, όπου κρυβόταν το κοινό αίσθημα που τώρα πια έχει αντικατασταθεί από την κοινοτυπία. Τα σύγχρονα μυθιστορήματα έχουν μολυνθεί, δεν μπορούν πια να «αντιπροσωπεύουν» αυτή τη μηδαμινότητα, γιατί τη φέρνουν μέσα τους∙ και το θέατρο δεν μπορεί πια, μετά τον Ιονέσκο και τον Μπέκετ. Η εμπειρία έχασε σ’ αυτή την αξία της, και ο λόγος από μόνος του δεν αρκεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η λογοτεχνία έχει τελειώσει σε μια μηδενιστική κοινωνία, γιατί γράφονται και θα ξαναγράφονται μυθιστορήματα και δράματα. Μόνο που η λογοτεχνία θα πρέπει να γυρίσει από κάποια άλλη μεριά για να βρει πηγές έμπνευσης, κίνητρα και την επιθυμία της διάρκειας.
(*) Γάιος Πετρώνιος (27-66 μ.Χ.), αυλικός του Νέρωνα και συγγραφέας του Σατυρικόν. Προκάλεσε την εχθρότητα του διοικητή της αυτοκρατορικής φρουράς, του άξεστου και χυδαίου Τιγγελίνου.
(**) Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγτής του ΑΠΘ