Η κούκλα

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 29.06.18 ]

Μια πάνινη κούκλα είχε όλη κι όλη. Την είχε φτιάξει η γιαγιά με τα επιδέξια χέρια της. Με κουρελάκια πολύχρωμα το φόρεμά της. Με μια ξανθιά κοτσίδα από φούντες καλαμποκιού. Μ΄ αυτή έπαιζε τις ατέλειωτες μέρες που δεν μπορούσε να πάει σχολείο. Που  ονειρεύονταν βουνά κι  ανοιχτούς ουρανούς. Κι όχι  να ζει μια μισερή ζωή. Με το λειψό της πόδι. Με μια στεγνή λαχτάρα για κάτι άπιαστο κι ασύλληπτο.

Δεν ένιωθε πια παιδί, ένιωθε γερασμένη. Γερασμένη όπως η γιαγιά της. Κι η μάνα; Η μάνα που δεν την άφηνε να παίξει, γιατί είχε χάσει κιόλας ένα παιδί. Με τη λιγνή κοψιά και την άγρια, κουρασμένη μοναξιά στο βλέμμα. Με τη ζεστή μυρωδιά της φρεσκοσκαμμένης γης πάνω της. Την αγαπούσε τη μάνα της. ‘Η μπορεί ακόμα και να τη μισούσε. Αλλά όταν τρέχει το ίδιο αίμα στις φλέβες σου, η αγάπη και το μίσος  μπερδεύονται τόσο, που δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις.

Έκλαιγε για τον εαυτό της, για τη μοναξιά της, για το γεγονός ότι δεν ήταν σημαντική, δε μετρούσε. Έκλαιγε από θλίψη, από πόνο και οργή. Η μοναξιά την έκανε να νιώθει εξόριστη. Οι μέρες μάτωναν η μια μετά την άλλη, τόσο αδιάφορα που πριν καλά καλά το καταλάβει, είχε έρθει η Άνοιξη. Η ίδια αναθεματισμένη μέρα με την προηγούμενη, ίδια κι απαράλλακτη.

 Και τα όνειρα που σωριάζονταν στην πόρτα της; Δε θα ονειρευτώ ξανά, δε θα αφήσω τον εαυτό μου να πονέσει. Αλλά τότε μια καινούρια επιθυμία γεννιόταν, ας ονειρευτώ πάλι, ας ονειρευτώ ακόμα μια φορά…

Πόσα όνειρα  φορτώθηκαν σε μια πάνινη κούκλα !