Η εργατική τάξη και ο πόλεμος*
[ Κατέ Καζάντη / Κόσμος / 14.03.22 ]“...Σήμερα αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να καταλάβουμε τι σημαίνει κατρακύλισμα της αστικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα. Ο σημερινός πόλεμος, να ποιο είναι το ξανακατρακύλισμα στη βαρβαρότητα (…), η νίκη του ιμπεριαλισμού που που οδηγεί στην εκμηδένιση του πολιτισμού...” Ρόζα Λούξεμπουργκ*
Για ποιον, όμως, ακριβώς πόλεμο μιλάμε σήμερα; Όταν “η τυφλή παραφορά του ιμπεριαλιστικού θηρίου”, όπως, ποιητικώ τω τρόπω, λέει η Λούξεμπουργκ, έχει ανοίξει μέτωπα σε δεκάδες σημεία του πλανήτη, να μιλάς για ένα μοναχά, ακόμα κι αν το θεωρείς χειρότερο, λησμονώντας τα άλλα, αποτελεί πλάνη. Κι αν όχι πλάνη, συνειδητή υποκρισία.
Υεμένη, Παλαιστίνη, Ιράκ, Συρία, Σουδάν, Αφγανιστάν, αλλά και Γιουγκοσλαβία και Κύπρος: η πολιτική ουδετερότητα με την οποία, υποτίθεται, προσεγγίζεται το μείζον της εισβολής από μια χώρα σε μια άλλη, απουσιάζει χαρακτηριστικά. Οι δε, δήθεν, ευαισθησίες στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και την ανθρωπιστική κρίση που αυτά δημιουργούν αποδεικνύονται βαθιά μεροληπτικές, αποτελέσματα μιας εθνικιστικής, άνωθεν, προπαγάνδας.
“Οι ίσες αποστάσεις νομιμοποιούν το έγκλημα”, έλεγε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. Στο ερώτημα ποιο είναι το έγκλημα, η απάντηση, προφανώς, προσωποποιείται στο, απολύτως τερατοποιημένο πλέον, πρόσωπο του Βλαντιμίρ Πούτιν, αποκλείοντας, ακόμα προφανέστερα, κάθε ενδεχόμενο περίσκεψης στα βαθύτερα αίτια της παρούσας σύρραξης.
Για την σκοπίμως απλουστευτική λογική της εγχώριας δεξιάς και των εγχώριων και εξωχώριων υποστηρικτών των ΝΑΤΟϊκών πολιτικών, η απολυτοποίηση του κακού είναι το βασικότερο προπαγανδιστικό όπλο: απέναντί του στοιχίζουν όσους/ες, άκριτα, πείθονται δίχως δεύτερες σκέψεις, αφού δημιουργούν μια πλαστή, ενοποιητική όμως, ταυτότητα, βασισμένη στη θεμελιώδη αντιπαράθεση του άσπρου – μαύρου.
Το δεξιό τόξο είναι εδώ, μάχιμο: από τον Αρκά με τις ανατριχιαστικά ανιστόρητες φωτογραφικές αναθεωρήσεις (Χίτλερ-Στάλιν-Πούτιν) έως τις επιθέσεις στον καλλιτεχνικό χώρο από το ακραίο, λεγόμενο, κέντρο (Καφετζόπουλος – Περρής εναντίον Μποφίλιου), να αναφέρεσαι στο αποικιοκρατικό – ιμπεριαλιστικό προφίλ και τις βαθιές ευθύνες της Δύσης σε κάθε σύρραξη, θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως. Να μιλάς σε καιρό ειρήνης αλλά και σε καιρό πολέμου για τη διεθνή αλληλεγγύη των από κάτω, της οποίας αλληλεγγύης η απώλεια ισοδυναμεί με την αυτοκτονία τους, κρίνεται επίσης μια ξεπερασμένη, εκτός των αναγκών του συστήματος, ουτοπία.
Η διευρυμένη εργατική τάξη, πρεκάριοι, προλετάριοι, με λευκά ή όχι κολάρα, οι όχι-και-τόσο-φτωχοί όπως και οι φτωχοί, υποκύπτουν στην ανάπτυξη νέων εθνικιστικών ταυτοτήτων: οι πρόσφυγες πολέμου, ας πούμε, διαχωρίζονται αναλόγως του χρώματος και της φυλής σε ευπρόσδεκτους και μη. Οι πόλεμοι, κατά πως βολεύει το κυρίαρχο δυτικό αφήγημα, διαχωρίζονται επίσης σε “καταδικαστέους” και “λιγότερο καταδικαστέους”. Η δε κυρίαρχη αστική τάξη μετονομάζεται αναλόγως: οι “επενδυτές - ευεργέτες” μετατρέπονται σε δαιμονικούς “ολιγάρχες”, των οποίων όμως η αντιλαϊκή – αντιανθρωπιστική δράση δεν παραλλάσσει όπως κι αν αποκαλούνται. Στο δε ερώτημα ποιος χάνει/ποιος κερδίζει, η απάντηση είναι, αιώνες τώρα, η ίδια: το μάρμαρο -συχνότατα της ταφής τους- πληρώνουν οι λαοί, εκείνοι που θα λουστούν τα αποτελέσματα των κατά καιρούς “δημιουργικών καταστροφών”, εκείνη η “ατέλειωτη σειρά των ματωμένων ίσκιων” που θα πεινάσει και θα διψάσει.
Όμως, “ιμπεριαλισμός, μιλιταρισμός και πόλεμος δεν μπορούν να καταργηθούν ούτε να χαλαρώσουν όσο η καπιταλιστική τάξη ασκεί απερίσπαστη την ηγεμονία της”, έλεγε πάλαι ποτέ η Ρόζα Λούξεμπουργκ (Καθήκοντα της Διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας, 1916).
Αλλά τι κι αν, δια της ιστορίας, εμπεδώνεται η αποστροφή; Όσο η εργατική τάξη παραμένει “νεκρή μηχανή παραγωγής”, ευεπίφορη στα αφηγήματα των εν είδει ιεροεξεταστών για τη “σωστή πλευρά”, η ανθρωπότητα θα μετρά νέες βαρβαρότητες.
Είναι καθήκον της Αριστεράς να αφυπνίζει, διά των θέσεων της, συνειδήσεις. Τούτες τις μέρες, η συγκρότηση και η συμμετοχή σε ένα νέο αντιπολεμικό κίνημα κρίνεται το πιο σημαντικό.