Η επιστολή του Κάφκα στον πατέρα του

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 25.04.21 ]

Νοέμβριος 1919. Ο Κάφκα νοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια πανσιόν πενήντα χιλιόμετρα βόρεια της Πράγας, και επί εννέα ημέρες γράφει ένα γράμμα στον  πατέρα του, με τον οποίο ζει ακόμα στο ίδιο διαμέρισμα. Την αφορμή έδωσε η διαφωνία του πατέρα του για την αρραβωνιαστικιά του, Julie Wohryzek (οι γονείς του απευθύνθηκαν σε ντετέκτιβ, για να συλλέξουν πληροφορίες για αυτή και να αποτρέψουν τον γάμο του). Εδώ κατηγορεί τον πατέρα του, έναν άντρα ειρωνικό, οξύθυμο, στρυφνό, τυραννικό, με επιβλητική κορμοστασιά και αδυναμία στα αισχρά αστεία,  για τη συναισθηματική κακοποίηση, τα αποπροσανατολιστικά διπλά μηνύματα και το συναίσθημα της μηδαμινότητας που του κληροδότησε.

Αρχίζει έτσι:

«Πολυαγαπημένε πατέρα,

Πρόσφατα με ρώτησες κάποια φορά γιατί ισχυρίζομαι πως σε φοβάμαι. Εγώ δεν ήξερα, ως συνήθως, τι να σου απαντήσω, εν μέρει ακριβώς λόγω του φόβου που νιώθω για σένα, εν μέρει επειδή στην αιτιολόγηση του φόβου αυτού συγκαταλέγονται πάρα πολλές λεπτομέρειες, που εν τη ρύμη του λόγου εγώ ούτε κατά το ήμισυ δεν θα μπορούσα να τις συγκρατήσω....Για σένα το ζήτημα αποδεικνυόταν πάντοτε πολύ απλό, τουλάχιστον στον βαθμό που μιλούσες εσύ γι’ αυτό ενώπιόν μου και, αδιακρίτως, ενώπιον πολλών άλλων. Εσένα σου φαινόταν να είναι κάπως έτσι: Εσύ εργαζόσουν σκληρά σ’ όλη σου τη ζωή, τα πάντα για τα παιδιά σου, προ πάντων για εμένα τα θυσίαζες, εγώ έκαμνα συνεπώς «ζωή χαρισάμενη».

Ο Κάφκα συνεχίζει γράφοντας ότι ο πατέρας του τον κατηγορεί «για ψυχρότητα, απομάκρυνση, αγνωμοσύνη», αλλά θέλει να πιστεύει ότι οι διαφορές τους  είναι κυρίως ιδιοσυγκρασιακές και διστάζει να τον θεωρήσει υπεύθυνο για την «ευαισθησία» του. Η αλήθεια είναι ότι ο τυραννικός χαρακτήρας του πατέρα του είχε επιπτώσεις στον ψυχισμό του γιου του, τόσο που έγινε ένα φοβισμένο και αντικοινωνικό παιδί που προτιμούσε να κλείνεται στο δωμάτιό του συντροφιά με τα βιβλία του. Διάβαζε τόσο πολύ λογοτεχνία που είχε αποκτήσει απίστευτες γνώσεις. Όταν κάποτε, πηγαίνοντας με τον φίλο του Μαξ στο σχολείο ένα πρωί, πέρασαν έξω από ένα βιβλιοπωλείο, γύρισε την πλάτη του στη βιτρίνα και ζήτησε από τον φίλο του να του λέει τον τίτλο του βιβλίου κι εκείνος θα του έλεγε τον συγγραφέα του. Δεν έκανε κανένα λάθος. Ο πατέρας του συχνά αναφερόταν σε αυτή του την κλίση προς τη λογοτεχνία με απαξιωτικό τρόπο.

Ο Κάφκα  περιγράφει τον πατέρα του ως έναν πολύ τυραννικό και ευέξαπτο χαρακτήρα, που ήθελε να ελέγχει τα πάντα και συχνά ξεσπούσε πάνω του, πράγμα που σε ολόκληρη τη ζωή του προσπάθησε να διαχειριστεί μέσα από το έργο του κυρίως:

 «Εν πάση περιπτώσει εμείς ήμαστε τόσο διαφορετικοί και μέσα στη διαφορετικότητα αυτή τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον, που, αν είχε θελήσει να υπολογίσει κανείς εκ των προτέρων πώς θα συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον, εγώ, το αργά-αργά αναπτυσσόμενο παιδί, κι εσύ, ο ολοκληρωμένος άνδρας, θα μπορούσε να είχε υποθέσει πως εσύ απλώς θα με ποδοπατούσες μέχρι που δεν θ’ απέμενε τίποτε από μένα. Τούτο όμως δεν συνέβη, τα της ζωής δεν υπολογίζονται, ίσως όμως συνέβησαν χειρότερα. Παρεμπιπτόντως σε παρακαλώ όμως και πάλι να μην ξεχνάς πως εγώ ούτε κατά διάνοια ουδέποτε θα πιστέψω πως υπάρχει ευθύνη απ’ τη δική σου την πλευρά. Εσύ επέδρασες επάνω μου έτσι όπως έμελλε να επιδράσεις, μόνο που θα πρέπει να πάψεις να θεωρείς ιδιαίτερα κακό απ’ τη δική μου την πλευρά το ότι σ’ εκείνη την επίδραση εγώ υπέκυψα».

Άλλοτε πάλι διστακτικά προσθέτει ότι  μια άλλη διαπαιδαγώγηση θα είχε καλύτερα αποτελέσματα:

«Εγώ ήμουν ένα φοβητσιάρικο παιδί, παρά ταύτα ήμουν σίγουρα και ξεροκέφαλος, όπως είναι τα παιδιά, με κακομάθαινε σίγουρα κι η μητέρα, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω πως ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να καθοδηγηθώ, δεν μπορώ να πιστέψω πως ένας ευγενικός λόγος, ένα ήρεμο κράτημα του χεριού, ένα καλοκάγαθο βλέμμα δεν θα μπορούσε να είχε αξιώσει από μένα ό,τι θα ήθελε κανείς....»

«Τούτο ήταν εκείνον τον καιρό μια μικρή αρχή μόνο, αλλά αυτό το συναίσθημα της μηδαμινότητας που συχνά με καταλαμβάνει (ένα από μιαν άλλην άποψη παρ’ όλα ταύτα επίσης ευγενές και γόνιμο συναίσθημα) κρατά εν πολλοίς απ’ τη δική σου την επιρροή. Εγώ χρειαζόμουν λίγην ενθάρρυνση, λίγην ευγένεια, λίγο άνοιγμα του δρόμου μου, αντί γι’ αυτό εσύ μου τον έφραζες, με την καλή πρόθεση βέβαια να πάρω άλλον δρόμο. Αλλά για ’κείνα δεν έκαμνα εγώ».

 Ο Κάφκα βλέπει στον πατέρα του ό,τι ο ίδιος δεν είναι - ένας άνθρωπος με «υγεία, όρεξη, δυνατή φωνή, ευγλωττία,  αντοχή. Η αγωνία που προκύπτει από αυτήν την διαφορά των ιδιοσυγκρασιών σε συνδυασμό με τη διαφορά εξουσίας μεταξύ γονέα και παιδιού είναι γνωστή σε όλους όσους έχουν ζήσει μια παρόμοια παιδική ηλικία: Εκείνον τον καιρό τη χρειαζόμουν την ενθάρρυνση εγώ. Εμένα ήδη με κατέθλιβε η σωματική σου διάπλαση και μόνο. Θυμάμαι λ.χ. πώς γδυνόμαστε συχνά-πυκνά μαζί σε κάποια καμπίνα. Εγώ λιπόσαρκος, αδύναμος, μια σταλιά, εσύ δυνατός, ψηλός, ευρύστερνος. Ήδη μέσα στην καμπίνα ένιωθα αξιοθρήνητος εγώ, και μάλιστα όχι μόνο ενώπιόν σου, αλλά ενώπιον όλου του κόσμου, διότι εσύ ήσουν για μένα το μέτρο όλων των πραγμάτων. Όταν όμως βγαίναμε ύστερα από την καμπίνα κι εμφανιζόμαστε ενώπιον των ανθρώπων, εγώ απ’ το χέρι σου, ένας μικρός σκελετός, ανασφαλής, ξυπόλυτος επάνω στις σανίδες, φοβούμενος το νερό, ανίκανος να μιμηθώ τις δικές σου τις κολυμβητικές κινήσεις, που εσύ μου τις έδειχνες με καλές προθέσεις, αλλά κάμνοντας με στην πραγματικότητα να ντρέπομαι συνεχώς βαθύτατα, τότε εγώ πολύ απελπιζόμουν κι όλες οι άσχημες οι εμπειρίες μου σ’ όλους τους τομείς τέτοιες στιγμές εναρμονίζονταν μεγαλοπρεπώς.»

Άλλοτε πάλι ο Κάφκα θαυμάζει τον πατέρα του. Όμως ως παιδί μπερδεύεται εντελώς για το σωστό και το λάθος, γιατί ένας τέτοιος γονέας παγιδεύει το παιδί σε έναν λαβύρινθο καθρεφτών που δεν αντικατοπτρίζουν ποτέ μια ακριβή ή στατική εικόνα. Όσοι έχουν ζήσει αυτού του είδους τον γονέα, γνωρίζουν πόσο δύσκολα απεγκλωβίζεσαι από τη σκιά του αυταρχικού γονέα. Συνεχίζει ο Κάφκα: «Εσύ είχες ανέλθει μονάχος με τη δική σου τη δύναμη τόσο ψηλά, κι είχες κατά συνέπεια απεριόριστη εμπιστοσύνη στη δική σου τη γνώμη. Τούτο δεν ήταν για μένα ως παιδί ούτε κατά διάνοια τόσο εκτυφλωτικό όσο μετέπειτα για τον νεαρό άνθρωπο που μεγάλωνε. Από την πολυθρόνα σου κυβερνούσες εσύ τον κόσμο όλο. Η δική σου η γνώμη ήταν σωστή, κάθε άλλη ήταν τρελή, υπερβολική, παλαβή, αφύσικη».

Ο Κάφκα τονίζει το μεγάλο βάρος των παιδιών των οποίων οι γονείς κατάφεραν να περάσουν από τη φτώχεια στην κοινωνική και οικονομική επιτυχία βασισμένοι στις δικές τους δυνάμεις. Συνεχώς επικαλείται την ανάγκη για «ενθάρρυνση, λίγη φιλικότητα» και επανέρχεται συνεχώς στο πως  η στρεβλωμένη και απόλυτη άποψη του πατέρα του για την πραγματικότητα  και οι υποτιμητικές του κρίσεις κατέληξαν στη δική του αυτο-υποτίμηση. Παράλληλα δεν μπορεί να κατανοήσει την παντοδυναμία του πατέρα του και την έλλειψη κατανόησης: «Αυτό που ήταν πάντα ακατανόητο για μένα ήταν η απόλυτη έλλειψη αίσθησης για τον πόνο και τη ντροπή που θα μπορούσατε να μου προκαλέσετε με τα λόγια και τις κρίσεις σας.»

Ολόκληρη η επιστολή του Κάφκα προς τον πατέρα του είναι ένα παράπονο και μια διαμαρτυρία για την έλλειψη ενθάρρυνσης και κατανόησης από έναν πατέρα που κατάφερε να εγκλωβίσει το παιδί του σ’ ένα ατελείωτο σύμπλεγμα ενοχής που ανιχνεύεται συχνά και στους κεντρικούς ήρωες του συγγραφέα. Είναι γνωστό ότι ο Κάφκα σε όλη του τη ζωή έπασχε, εκτός από τη φυματίωση, από κατάθλιψη και αγοραφοβία και υπέφερε από αϋπνίες και ημικρανίες. Έκανε δυο σοβαρές σχέσεις στη ζωή του που, αν και προχώρησε σε αρραβώνα μαζί τους, δεν κατέληξαν σε γάμο. Κάθε προσπάθεια του φαίνεται να είναι καταδικασμένη από την αρχή γιατί δεν μπορεί να απελευθερωθεί από αυτήν τη συντριπτική και πανταχού παρούσα πατρική φιγούρα. Η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του πατέρα του τον συντρίβει, του μεταδίδει την αίσθηση ενοχής και αδυναμίας. Πολύ πριν οι ψυχολόγοι αποδείξουν πώς τα πρώτα μας πρότυπα προσκόλλησης συνδέουν τον τρόπο με τον οποίο συνδεόμαστε αργότερα στη ζωή, ο Κάφκα θρηνεί την αρνητική επίδραση της συναισθηματικής κακοποίησης του πατέρα του στις  σχέσεις του. Η μόνη διαφυγή του η τέχνη του για την οποία δεν τον θαύμαζε ο πατέρας του:

«Στα γραπτά μου, και σε όλα όσα σχετίζονται με αυτό, έχω κάνει κάποιες απόπειρες ανεξαρτησίας, απόπειρες διαφυγής, με την ελάχιστη επιτυχία».

Η γραφή αποτελεί για τον Κάφκα μία δίοδο διαφυγής από τον ζοφερό κόσμο όπου βρίσκεται. Και το δηλώνει αυτό στον πατέρα του – αν και περισσότερο πρόκειται για μια υπόμνηση προς εαυτόν:

«Έχω ήδη υπαινιχθεί ότι με το γράψιμο και με όλα όσα σχετίζονται με αυτό έχω κάνει μικρά βήματα ανεξαρτησίας, απόπειρες απόδρασης με ελάχιστη επιτυχία· δεν θα οδηγήσουν σχεδόν πουθενά, πολλά πράγματα μου το επιβεβαιώνουν. Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί καθήκον μου, ή μάλλον όλη μου η ζωή συνίσταται σε αυτό, στο να μην αφήσω να τις απειλήσει κανένας κίνδυνος, τον οποίο έχω τη δυνατότητα να αποτρέψω, και μάλιστα καμία πιθανότητα κάποιου τέτοιου κινδύνου».

«Όλα όσα έχω γράψει και σχεδιάσει να καούν ανελλιπώς και χωρίς να διαβαστούν», ήταν η εντολή που άφησε στον Μαξ Μπροντ, όταν η κατάσταση της υγείας του θεωρήθηκε πλέον μη αναστρέψιμη, λόγω της διάγνωσης ότι έπασχε από φυματίωση του λάρυγγα[i].

Το πιο τραγικό από όλα είναι η τύχη της επιστολής. Ο συγγραφέας δεν έστειλε το γράμμα, αλλά το έδωσε στη μητέρα του για να το δώσει στον πατέρα του. Αυτή δεν το έκανε ποτέ, το επέστρεψε στο γιο της. Ο Κάφκα ενδεχομένως δεν έδωσε ποτέ την επιστολή στον πατέρα του και δεν την δημοσίευσε ποτέ, γιατί δεν θα άλλαζε τίποτα, έπρεπε να παραμείνει το σιωπηλό θύμα, δεν μπορούσε ίσως ποτέ να ξεφύγει από τον ρόλο του θύματος. Η καταστροφική επίδραση του τραύματος φαίνεται όταν από την αρχή ο 36χρονος Κάφκα ομολογεί ότι φοβάται τον πατέρα του. Είναι σαφές ότι ένα τραυματισμένο παιδί βρίσκεται μέσα στον 36χρονο άνδρα. Ο ίδιος  ήθελε να καταστραφεί το γράμμα μετά το θάνατό του γιατί εκπλήρωσε το καθήκον του, το οποίο θα μπορούσε να ήταν μόνο να γραφτεί γιατί η λογοτεχνία ήταν το καταφύγιο και η δύναμή του.

Η επιστολή του  είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα γραφής στην παγκόσμια λογοτεχνία  για την  τραυματική παιδική ηλικία.  



[i] Το 1923, επέστρεψε στην Πράγα και για άλλη μια φορά μπήκε σε σανατόριο. Στις 3 Ιουνίου 1924, μόλις 41 ετών, πέθανε στο Κήρλινγκ και τάφηκε στην Πράγα στις 11 Ιουνίου. Το 1935 απαγορεύτηκε η δημοσίευση του έργου του, που ήταν αρχικά γνωστό σ' ένα μικρό μόνο λογοτεχνικό κύκλο της Γερμανίας και διαδόθηκε μετά τον θάνατό του στη Γαλλία, χάρη στους Μπρετόν, Καμύ και Σαρτρ και αργότερα στην Αγγλία, την Αμερική και τη Ρωσία. Αν και έχουμε πολλές πηγές και, κυρίως, την αλληλογραφία του  αλλά και τα ημερολόγιά του, πολλά στοιχεία από τη ζωή  του Κάφκα παρέμειναν άγνωστα για χρόνια. Αυτό οφείλεται κυρίως στα πολιτικά γεγονότα μεταξύ 1933 και 1945, όταν οι μάρτυρες που θα μπορούσαν να μας δώσουν στοιχεία της ζωής του, οι τρεις αδελφές του, φίλοι, συγγενείς, θανατώθηκαν από τους Ναζί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα αρχεία του καταστράφηκαν ενώ η βιβλιοθήκη του και πολλά γράμματά του χάθηκαν.