Η εκδίκηση...
[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 06.11.17 ]Ήταν νύχτα και πολύ αργά στη ζωή. Απόλυτο σκοτάδι. Γύρω και μέσα του. Εκείνος περνούσε τα βράδια του σ’ ένα παιδικό δωμάτιο που κραύγαζε απουσία. Μέσα του είχε χίλια μάτια που ατένιζαν αδιάκοπα τη δική τους νύχτα και ήθελε να τα σβήσει ένα ένα.
Η μέρα ξημέρωσε γκρίζα και μουντή, ο ουρανός γεμάτος βαριά, κατάμαυρα σύννεφα. Μπροστά του απλωνόταν ο δρόμος έρημος, σκεπασμένος από ομίχλη, ένας βάρβαρος άνεμος, βαρύς απ’ το άρωμα των κυπαρισσιών, σάρωνε τα κλαδιά των δέντρων και τα φύλλα χόρευαν ξεψυχισμένα στο ανεμοφύσημα.
Περπατούσε στο νεκροταφείο, με συντροφιά το γνώριμο πόνο, αργά, σχεδόν ταπεινά. Ο κόσμος μια μουντζούρα πίσω από τα δάκρυά του. Ερχόταν από έναν άλλο πλανήτη σκοτεινό και κρύο, πιο μακριά απ’ τον ήλιο. Μάτια στοιχειωμένα και φωνή ραγισμένη. Μιλάει τη γλώσσα των νεκρών.
Απόθεσε στο λευκό μάρμαρο το μπουκέτο με τα λουλούδια, οι στάλες της βροχής τα αναζωογόνησαν, σαν ένα ύστατο χάδι της φύσης. Οι σκέψεις πλάκωναν το μυαλό του, βουβά δάκρυα έτρεχαν στα χλωμά του μάγουλα σαν ζεστά, αλμυρά ρυάκια.
Τρία χρόνια από το θάνατο του αγοριού του, ατύχημα είπαν, το ποδήλατό του χωρίς γρατζουνιά, έβρεχε και τότε, ο δρόμος γλιστρούσε, οι ειδικοί είπαν για φθαρμένα λάστιχα, είχε κιόλας σκοτεινιάσει, ο οδηγός δεν πρόλαβε να φρενάρει, τη γλίτωσε μ’ ένα πλημμέλημα.
Η ιδέα της εκδίκησης, στραγάλι κάτω απ΄το στρώμα του. Έμαθε ποιος ήταν ο «φονιάς» της ζωής του, ένας οικογενειάρχης με γιο στην εφηβεία, παρακολούθησε το καθημερινό του δρομολόγιο, σε μια δύσκολη στροφή, γκρεμός κάτω, ένα εμπόδιο θα τον έβγαζε απ’ το δρόμο. Μόνο τότε θα μπορούσε να ησυχάσει, να αποκτήσει ξανά το λειψό κομμάτι της ψυχής του, να κοπάσει το ουρλιαχτό στο κεφάλι του.
Απόψε είναι η βραδιά. Το κορμί του έτοιμο να εκραγεί. Ανάβει τσιγάρο. Ρουφά λαίμαργα τον καπνό. Ο καπνός ανεβαίνει ψηλά, αιωρείται, διαλύεται, όπως η ίδια η ζωή. Η τραχιά του ανάσα τού γδέρνει το λαιμό. Ο κόσμος μικραίνει γύρω του, ένα ευχάριστο μυρμήγκιασμα προσμονής διαπερνά το κορμί του. Α, η γλύκα της εκδίκησης !
Στον ήχο του αυτοκινήτου ταράζεται. Μια κλεφτή ματιά. Κοκαλώνει. Στη θέση του οδηγού ο έφηβος γιος, πετάγεται στο δρόμο, χειρονομεί φρενιασμένα, το αυτοκίνητο σταματά, εκείνος βιάζεται να απομακρυνθεί, το σώμα του τρέμει ασυγκράτητα, λες και κρυώνει.
Η πραγματικότητα τον καρφώνει ανελέητα. Θα σκότωνε ένα παιδί, θα γινόταν φονιάς κι ό ίδιος. Ουρλιάζει μέσα στο αυτοκίνητο χτυπώντας το τιμόνι με τις γροθιές του κάτω από ένα ανελέητο φεγγάρι.
Στο νεκροταφείο η βροχή δυνάμωσε, χοντρές επιθετικές στάλες, αμέτρητα αιχμηρά βέλη ρουφούσαν τον πόνο από το δέρμα του. Μια βροχή δυνατή, εξαγνιστική, δίκαιη. Μια ορφανή αχτίδα ήλιου αψήφησε το μουντό καιρό και άστραψε πάνω του. Είχε σώσει μια ζωή, είχε σώσει την ψυχή του. Γαλήνεψε.