Η Δημοκρατία δεν είναι πλοίο της γραμμής

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 21.10.17 ]

 

Όταν η τραγωδία μιας επαναλαμβανόμενης καταδίκης, όπως στην περίπτωση της Ηριάννας Β.Λ. και του Περικλή Μ., έχει συντελεσθεί, δεν υπάρχει καιρός για συμπόνια. Υπάρχει μονάχα η ανάγκη να μαζέψεις «δια τρεμούσης χειρός» τα κομμάτια μιας πραγματικότητας που διερράγη βίαια, να ακουμπήσεις το δάχτυλο στον τύπο των ήλων, για να μπορέσεις να συμπεράνεις. Έτσι ώστε να προστατευθείς και να προστατέψεις (αν γίνεται) από την επανάληψη των βλαβερών συνεπειών άσκησης μιας εξουσίας που διεκδικεί ένα περίεργο δικαίωμα: όχι μόνο να μην δίνει λογαριασμό σε κανέναν (αν και η εξουσία της προκύπτει όχι ευθέως αλλά κατ’ ανάθεση), για όσα πράττει και που αφορούν την ζωή των ανθρώπων, αλλά και να ενοχοποιεί (άλλοτε ηθικά και άλλοτε δικονομικά, δηλαδή με ποινικούς κολασμούς), όσους στρέφονται εναντίον των αποφάσεών της. Δηλαδή διεκδικεί το δικαίωμα να δρα ανέλεγκτη, επομένως και ανεξέλεγκτη. Είτε οι αποφάσεις της  αφορούν τρίτους, είτε αφορούν τον εαυτό της και τους λειτουργούς της.

Έχω την άποψη, ότι κάτι τέτοιο, όπως με τυμπανιστικό τρόπο αναφάνηκε τούτες τις μέρες, με τις αποφάσεις από την μια για την Ηριάννα και από την άλλη με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, για άρνηση υποβολής «πόθεν έσχες» των  Δικαστών με ηλεκτρονικό τρόπο, συνιστά βλαπτική για τη Δημοκρατία νομική συμπεριφορά, δηλαδή βλαπτική εργαλειακή συνθήκη άρνησης παραγωγής δικαίου και επιπροσθέτως, αυτεπίστροφη υποψία προς την ίδια την υπόσταση της Δικαστικής εξουσίας. Γιατί εκχυδαΐζει την πολύτιμη, ηθικά, έννοια της ανεξαρτησίας της. Με συνακόλουθη την καταρράκωση της Πολιτειακής της αξιοπρέπειας την οποία οφείλουν να έχουν και να συντηρούν ως κόρη οφθαλμού και οι τρεις συντεταγμένες ανεξάρτητες εξουσίες του Κράτους (δικαίου). Για να μην συνυπολογίσουμε ότι η καταρράκωση μιας εκ των συντεταγμένων εξουσιών, συμπαρασύρει και τις υπόλοιπες δύο, εφ’ όσον βέβαια δεν αντιδρούν προστατευτικά για το Πολίτευμα. Που δεν είναι άλλο παρά η προστασία της ατομικής και κοινωνικής ζωής του καθ’ ενός (ολόκληρο αστικό και ποινικό δίκαιο υποτίθεται ότι φροντίζει γι’ αυτό) και της συλλογικής ζωής όλων (θεμελιώδης νόμος του κράτους που ονομάζεται Σύνταγμα). Από αυτή την πολύπλοκη αλληλεπίσχεση και τον πολύπλοκο αυτοπροσδιορισμό που αναβλύζει (και νομικά) από τον ετεροπροσδιορισμό, δεν εξαιρείται ουδείς. Αλλά ουδείς.

Γι’ αυτό επιμένω πως οι δικαστές δημιουργούν μια επικίνδυνη πολιτικά και κοινωνικά διαλυτική, κατάσταση εξουσίας για τους ίδιους και για την αξιωματική ποιότητα με την οποία χρησιμοποιούν την εντολή που τους δόθηκε από τον ελληνικό λαό. Συνιστά – έχω την εντύπωση – κατάσταση εξαίρεσης από την νομική δικαιοπραξία της δημοκρατίας να κρατάς φυλακισμένους ανθρώπους με στοιχεία που βουίζουν την ανεπάρκειά τους, και την ίδια στιγμή να επιφυλάσσεις για τον εαυτό σου (ως συλλογικό νομικό υποχρέωμα) με σχετλιαστικό νομικό υπόβαθρο, την κρυπτική άρνηση της περιουσιακής σου αλήθειας.

Δεν είναι καλό. Επειδή πρόκειται για αυτεπίστροφη (με βίαιο τρόπο) αναίρεση καθήκοντος. Οπότε, συνδυαστικά, πρόκειται για αλληλοαναίρεση δικαιοπρακτικού αποτελέσματος.

Αυτό δεν γίνεται να το «σκεπάσουν» συνδικαλιστικές ανακοινώσεις. Δεν γίνεται να εξηγηθεί με νομιμοφανείς (άλλωστε υπάρχει η τυπική δικανική επάρκεια στο ανώτατο επίπεδο της δικαστικής Εξουσίας) αιτιοκρατικές εξηγήσεις (να δικαιωθεί, θέλω να πω η σχέση αιτίου και αιτιατού) ο λόγος για τον οποίο μόνο ο ένας περίπου στους δέκα δικαστές όλων των βαθμίδων, πριν από την απόφαση του ΣτΕ υπέβαλε δήλωση «πόθεν έσχες». Αν η Δικαστική Εξουσία θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, τότε θα πρέπει να αποδεχθεί ότι το «δεν μπορεί κάτι θα έκαναν» το οποίο διαχέει στην κοινωνία με την επαναληπτική νομική της σκληρότητα στην περίπτωση της Ηριάννας και του Περικλή, ισχύει και για την ίδια: «δεν μπορεί κάτι έχουν να κρύψουν», οι δικαστές αφού δεν θέλουν να δηλώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Καιρός να το αντιληφθούν. Κι αν δεν μπορούν «επειδή κάτι έχουν να κρύψουν», χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, καιρός να το αντιληφθούν οι υπόλοιπες δύο συντεταγμένες εξουσίες. Γιατί η Δημοκρατία είναι ανυπόμονο και ακατάδεκτο πολίτευμα. Δεν προσπίπτει και δεν ορκίζεται στον Ικέσιο Δία. Η Δημοκρατία δεν είναι πλοίο της γραμμής για να αποπλέει την ορισμένη ώρα. Όταν δεν την θέλουν, φεύγει πάση δυνάμει και χάνεται. Και τότε αλίμονό μας.