Η βία, ο φασισμός και ο Μητσοτάκης
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 03.11.20 ]Όταν ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, προέβλεπε πως ο κίνδυνος του φασισμού, ή του νεοφασισμού, ως “εκ φύσεως δεξιού κινήματος”, δεν έχει ξεπεραστεί κατά κανέναν τρόπο, δεν ήταν δυνατόν να προβλέψει τα τεκταινόμενα στους χαλεπούς καιρούς μας: να ξανανοίγει δηλαδή, στην Ευρώπη, από δεξιά βεβαίως, η ψυχροπολεμική συζήτηση περί των δυο χρωμάτων του φασισμού, συζήτηση που στοχοποιεί ευθέως σύμπασα την Αριστερά.
Το βλέπουμε μπροστά μας: από την Ευρωβουλή και τα περιβόητα ψηφίσματά της για την «Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων των Ολοκληρωτικών Καθεστώτων» ως τον δεξιό πρωθυπουργό της Ελλάδας, Κυριάκο Μητσοτάκη, οι δυτικού τύπου αστικές κυβερνήσεις επιδίδονται σε έναν άλλο ανένδοτο, αυτόν της αμαύρωσης κάθε αριστερής ιδέας. Ένας ιδεοληπτικός αχταρμάς, που μπερδεύει την όντως βία με τη λαϊκή εναντίωση, την όντως δικτατορία με τη μαρξική διατύπωση της δικτατορίας του προλεταριάτου, την όντως ανελευθερία της εκπτώχευσης με τον μυθολογικό μπαμπούλα του σταλινισμού, εξαπολύεται από πολλά και διάφορα κέντρα, διαφθείροντας συνειδήσεις. Επίδικο, να ξαναγραφτεί με κάθε τρόπο η ιστορία, με την ολοκληρωτική συντριβή κάθε αντισυστημικής – αντικαπιταλιστικής ιδέας.
Τι κι αν το αστυνομικό κράτος που δημιουργεί ο Κ. Μητσοτάκης έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού μοντέλου; Τι κι αν η “αστυνομία των πανεπιστημίων” δημιουργεί σκοτεινούς συνειρμούς με τις “Μοίρες ασφαλείας” του Αδόλφου; Το κράτος μπορεί να διατηρεί το μονοπώλιο της βίας ποικιλοτρόπως: ένα είδος λευκής τρομοκρατίας επιτρέπει στα μεταμοντέρνα τάγματα ασφαλείας να εισβάλλουν σε σπίτια και κέντρα διασκέδασης, να ξυλοκοπούν πεντάχρονα, να συλλαμβάνουν και να φυλακίζουν διαδηλωτές, να επικηρύσσουν καταζητούμενους με ιδεολογικά κριτήρια -απορίας άξιο πώς εξαιρέθηκε ο φασίστας Παππάς.
Αν κάτι ενδιαφέρει στα σοβαρά, δεν είναι, φυσικά, οι επικηρυγμένοι της ΑΣΟΕΕ. Επαναστατική τρομοκρατία, που κατά Μαρκούζε “υποδηλώνει την ίδια της την υπέρβαση προς μια ελεύθερη κοινωνία”*, ή κάτι άλλο σκοτεινό και παρακρατικό, μικρή η σημασία. Τίθεται έτσι κι αλλιώς στην υπηρεσία ενός υπό διαμόρφωση επιτελικού, αστυνομικού και ολοκληρωτικού κράτους, το οποίο εκλαμβάνει ως δημόσιο αγαθό μοναχά την “ασφάλεια”, εξ ου και οι σχετικές προσλήψεις συνοριοφυλάκων, αστυνομικών κ.ο.κ. Ασφάλεια που κι αυτή με τη σειρά της τίθεται στην υπηρεσία του ίδιου του συστήματος που δημιούργησε τις συνθήκες και την ανάγκη της ύπαρξής της. Ασφάλεια, η οποία ακόμα και “για περιστάσεις όπου το συμφέρον της ανθρωπότητας είναι συνδεδεμένο με την προσφυγή στη βία”* πολεμά λυσσαλέα τούτο ακριβώς το συμφέρον, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τη βία που συνοδεύει τη λαϊκή εναντίωση.
Αυτά τα πανσυνηθισμένα που μηρυκάζει ο πρωθυπουργός παραπέμποντας στη θεωρία των δύο άκρων -αλήστου μνήμης οι εποχές των μεγάλων διαδηλώσεων, όταν οι δεξιοί ζητούσαν διαρκώς και δημοσίως την καταδίκη της βίας “απ’ όπου κι αν προέρχεται”-, εντάσσονται, δυστυχέστατα, σε ένα μάλλον πλειοψηφικό αντιδραστικό ρεύμα του δυτικού κόσμου. Η “αιμοβόρα ανθρωπιά του συστήματος”** έκανε τους προλεταρίους να λησμονήσουν τη φτώχεια τους πριν απ’ το αντιπαράδειγμα του “πατερούλη”, ο τρόμος του οποίου αναδιέταξε το σκηνικό στο δυτικό κόσμο, φέρνοντας στο προσκήνιο τις σοσιαλδημοκρατίες και τις αναδιανεμητικές πολιτικές τους.
Έτσι, κάθε φορά που το σύστημα στριμώχνεται με τις επιλογές του και ψυχανεμίζεται πως ίσως το γνωστό φάντασμα πλανάται πάνω από την κεφαλή του, επιστρατεύει το ίδιο, αντιαριστερό – αντικομμουνιστικό ιδεολόγημα, αυτό που τώρα υπαινίσσεται κι ο Μητσοτάκης. Είναι στο χέρι της Αριστεράς να απαντά κάθε φορά με παρρησία πως η μεν βία έχει πολλές μορφές και αφετηρίες, ο δε φασισμός έχει μία και μοναδική: τη σκοτεινή εκείνη πηγή από την οποία εκπορεύεται το σύστημα που καταφάσκει στις ανισότητες, ως κομμάτι της φύσης, και αναπαράγει διαρκώς την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
*,**Χέρμπερτ Μαρκούζε, Το τέλος της ουτοπίας
Η φωτογραφία είναι αρχείου