Αλήθεια είναι ο «μύθος» μας
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 06.07.22 ]
Η αλήθεια, γράφει ο Λακάν, έχει τη δομή μιας μυθοπλασίας. Η αρχή αυτή συγκροτεί έμμεσα ολόκληρη τη ζωή μας καθώς η ζωή μας καθίσταται ζήτημα ερμηνείας. Οι προσωπικές πεποιθήσεις του καθενός αποκτούν υπόσταση έτσι που η αλήθεια για το ποιοι είμαστε στην ουσία της είναι μια ανθρώπινη κατασκευή και όχι άφθαρτο υπερβατικό είδος.
Δεν πρόκειται για ορισμό της αλήθειας, ούτε για θεωρίες για την αλήθεια αλλά για μια διαπίστωση, όπως αυτή του Ελύτη: «Την αλήθεια την φτιάχνει κανείς, ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.»(Εκ του πλησίον). Ο Καρούζος αφήνει την αλήθεια «να τρέχει απ’ το χαλασμένο καζανάκι» γιατί η αλήθεια έχει πολλές εκδοχές και διαλέγουμε συνήθως όποια μας συμφέρει.
Ο Πλάτωνας, θέλοντας να δείξει τη δυσκολία του να συλλάβει κανείς την αλήθεια, χρησιμοποίησε την αλληγορία του σπηλαίου. Είπε πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους για να συλλάβουν την αλήθεια, όμως εξαπατώνται από αυτές. Μοιάζουν σαν να είναι δεμένοι μέσα σε ένα σπήλαιο από το οποίο δεν μπορούν να βγουν ή να κοιτάξουν πίσω. Το μόνο που βλέπουν είναι οι σκιές που σχηματίζονται από τα αντικείμενα στον τοίχο του σπηλαίου καθώς αυτά φωτίζονται από τη φωτιά.
Η αλήθεια κατά τον Ηράκλειτο στη ουσία της δεν έχει οντολογική υπόσταση αλλά νοείται ως έκφραση της ενότητας των αντιθέτων. Κατά τον Wittgenstein κάθε έκφραση ανήκει σε κάποιο γλωσσικό πλαίσιο (γλωσσικό παιχνίδι) που δίνει στην κάθε έκφραση το συγκεκριμένο νόηµά της. Η αγάπη για το λόγο και η αγάπη για την αλήθεια, δεν μπορούν να διαχωριστούν με κανένα τρόπο. Η αλήθεια για τον καθένα είναι η πραγματικότητα που βιώνει. Η πραγματικότητα αυτή καθορίζεται από όσα αισθάνεται και πιστεύει. Όλη η γνώση μας για τον κόσμο και τον εαυτό μας βασίζεται στην εμπειρία που αποκτούμε μέσω της άμεσης μη αναγώγιμης και μη ανασκευάσιμης μαρτυρίας των αισθήσεων, της λογικής και των συναισθημάτων μας. Έτσι μπορούμε να ανασυνθέσουμε έστω και ατελώς την εικόνα της ζωής μας. Άλλωστε είμαστε όπως έλεγε ο Ντεμπόρ για τον εαυτό του: «χαράκτες στρατηγικής».
Η συγκρότηση του προσωπείου μας ως αναδιατύπωση των συμβάντων και ως συνομιλία με τον καιρό-χρόνο χρειάζεται να έχει τη δομή μιας μυθοπλασίας με την έννοια της συστηματικής άρσης κάθε βεβαιωμένης πράξης. Ακριβώς γιατί η κάθε δεδομένη βεβαιότητα ενέχει και το αντίθετό της και κάθε λέξη-αλήθεια δημιουργεί το δικό της ‘χώρο΄, αποκρυσταλλώνει έναν τόπο. Είναι η υποκειμενοποίηση και η ταυτόχρονη αντικειμενοποίηση της ζωής μας. Ο Σκηνοθέτης-ποιητής διαλέγει τη ζωή του ως απόδοση της αλήθειας και των εκφάνσεων της. Το νόημα της ζωής μας το δημιουργούμε εμείς ανάλογα με τις απόψεις μας για τη ζωή και άλλοτε η ζωή μας ωραιοποιείται ποιητικά και ρητορικά ή άλλοτε πέφτει στο επίπεδο της ανασφάλειας και του φόβου. «Είμαι απαισιόδοξος λόγω ευφυΐας και αισιόδοξος λόγω θέλησης» έλεγε ο Αντόνιο Γκράμσι τονίζοντας ότι η απαισιοδοξία είναι θέμα διάθεσης ενώ η αισιοδοξία θέμα θέλησης. Μπορούμε κι εμείς να δούμε τον κόσμο και τη ζωή μας ως βούληση ή ως τόπο μαρτυρίου. Η αλήθεια μπορεί να είναι μετασχηματισμός του αδύνατου σε δυνατό, μια αισιόδοξη ή απαισιόδοξη ερμηνεία. Σίγουρα δεν είναι κάτι στατικό, αναζητείται και «διεκδικείται» και η καλύτερη ερμηνεία μάς βοηθάει να ζήσουμε καλύτερα. Για τον Νίτσε άλλωστε «πραγματικά γεγονότα δεν υπάρχουν, αλλά μόνον ερμηνείες». Γιατί να μη διαλέξουμε την καλύτερη;
Έτσι ακριβώς όπως ο Ελύτης:
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα
το κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα
φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών
Μ' ένα τίποτα έζησα.
Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός
περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά
φχιού φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες
φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας
Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο
σχήμα του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι
αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα
-Ε καβάκια μαύρα φώναζα κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από
μένα;-Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκουσα
τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό
πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.(Τρεις Φορές η Αλήθεια)