Τρεις εβδομάδες παράδερνε στη θάλασσα η βάρκα στην οποία επέβαινε η 17χρονη Αΐσα από την Ακτή του Ελεφαντοστού.
Στις 26 Απριλίου ελικόπτερο της Ισπανικής Πολεμικής Αεροπορίας εντόπισε τη βάρκα. Το πλήρωμα διαπίστωσε ότι μόνο τρεις από τους δεκάδες πρόσφυγες, που επέβαιναν στη βάρκα, ήταν ζωντανοί. Πενήντα έξι άνθρωποι είχαν πεθάνει μαρτυρικά από πείνα και δίψα. «Από τη δεύτερη μέρα δεν είχαμε καθόλου φαγητό, από την τέταρτη καθόλου νερό. Ούτε καύσιμα είχαμε. Οι άνθρωποι ζητούσαν απελπισμένα νερό. Χρησιμοποιήσαμε παπούτσια για να τους δώσουμε θαλασσινό νερό» αναφέρει η Αΐσα στο BBC. «Σκεφτόμουν ότι θα πεθάνουμε όλοι», λέει η 17χρονη που είδε τους συνεπιβάτες της να πεθαίνουν δίπλα της. «Στην αρχή λέγαμε μια προσευχή, μετά ούτε αυτή. Δεν είχαμε ούτε καν τη δύναμη να πετάξουμε τη σορό στο νερό» είπε.
Η Αΐσα εγκατέλειψε την πατρίδα της το Νοέμβριο και έφτασε στη Μαυριτανία, από όπου επιβιβάστηκε στη βάρκα. Μόνο η μεγαλύτερη αδερφή της γνώριζε τα σχέδιά της για το ταξίδι.
Ένας από τους διασώστες της την προσκάλεσε να μείνει για κάποιο χρονικό διάστημα με την οικογένειά του, ώστε να τη βοηθήσει να αρχίσει τη νέα της ζωή.
Η ανθρωπιά άραγε αρκεί για να σώσει τον κόσμο; 56 άνθρωποι χάθηκαν. Πολλά παιδιά δεν είχαν την ευκαιρία να "γνωρίσουν τι θα πει παιγνίδι"…