Ο Ευγένιος Ντελακρουά γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1798 στο Σαρεντόν-Σαιν-Μορίς κοντά στο Παρίσι και ήταν το τέταρτο παιδί του Σαρλ Ντελακρουά, υπουργού Εξωτερικών του Διευθυντηρίου αν και εικάζεται ότι ο πραγματικός του πατέρας ήταν ο Ταλλεϋράνδος, διάσημος διπλωμάτης στον οποίο ο Ευγένιος έμοιαζε στην εμφάνιση και το χαρακτήρα. Ο Σαρλ Ντελακρουά πέθανε το 1805 και η μητέρα του το 1814 αφήνοντάς τον Ευγένιο ορφανό στην ηλικία των 16.
Το ρομαντικό κίνημα, που κυριάρχησε στην τέχνη ανάμεσα στο 1820 και 1850, ήταν η πρώτη επαναστατική αλλαγή του 19ου αιώνα. Ο άνθρωπος στην ατομικιστική τέχνη του Ρομαντισμού εκφράζει ελεύθερος τα συναισθήματά του, τη βαθύτερή του εμπειρία από την πραγματικότητα και μια όλο και πιο εσωτερική σύνδεση με τη φύση. Έτσι, η ζωγραφική επωφελήθηκε απ’ όλες τις δυνατότητες υποβολής του χρώματος και απάλλαξε τη φόρμα από το στενόχωρο περίγραμμά της. Ο συμβατικός τρόπος θέασης των αντικειμένων και των σωμάτων συνδέθηκε βαθμιαία με ψυχικές καταστάσεις.
Στο εργαστήριο του ακαδημαϊκού δασκάλου του Γκερέν, ο Ντελακρουά γνώρισε τον Τεοντόρ Ζερικώ, λίγο μεγαλύτερό του στην ηλικία. Ο εξαίρετος αυτός καλλιτέχνης άνοιξε το δρόμο του Ντελακρουά για μια πρωτότυπη έρευνα, η οποία, αντίθετα με την ακαδημαϊκή τάση προς την ψυχρή τελειότητα, απέβλεπε, με τη μελέτη των Βενετσιάνων ζωγράφων, του Ρούμπενς και του Βελάσκεθ, στην εκφραστικότητα που μπορεί να δώσει το ορμητικό και βίαιο χρώμα.
Η επίδραση του Ζερικώ είναι φανερή στο πρώτο σημαντικό έργο του Ντελακρουά «Ο Δάντης και ο Βιργίλιος», όπου η ωχρή και μουντή χρωματική κλίμακα συγγενεύει πολύ με εκείνη του αριστουργήματος του Ζερικώ, της περίφημης «Σχεδίας της Μέδουσας». Στη «Σφαγή της Χίου» που παρουσιάστηκε δύο χρόνια αργότερα, διακρίνεται περισσότερο η βενετσιάνικη επίδραση. Ο πίνακας αυτός είχε ήδη αναρτηθεί στο Σαλόν, όταν τέσσερις μέρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης ξαναζωγραφίστηκε σχεδόν ολόκληρος από τον Ντελακρουά όταν ο καλλιτέχνης είδε τα έξοχα ατμοσφαιρικά τοπία του Κόνσταμπλ που μόλις είχανε φτάσει από τη Μεγάλη Βρετανία. Λίγο αργότερα (Μάιος 1825), ο Ντελακρουά ταξίδεψε σε αυτήν τη χώρα, πραγματικό λίκνο της μοντέρνας τοπιογραφίας και γνώρισε προσωπικά τον Κονστάμπλ, τον Ταίνερ και τον Μπόνινγκτον. Με τον τελευταίο συνδέθηκε φιλικά και διδάχτηκε πολλά από αυτόν για την τεχνική της υδατογραφίας. Η «Σφαγή της Χίου» ανοίγει το δρόμο για μια σειρά έργων (εξαιρετικά πολυάριθμων ειδικά στα έτη 1826-1828) εμπνευσμένων από την Ελληνική Επανάσταση, στην οποία ο Ντελακρουά μέσα στο νεανικό θαυμασμό του για τον Μπάιρον συμμετείχε ιδεολογικά όπως πολλοί νέοι της γενιάς του. Ιδιαίτερα με την «Ελλάδα που ξεψυχά στα ερείπια του Μεσολογγίου» (1827), ο καλλιτέχνης έλαβε μέρος στον καλλιτεχνικό αγώνα που ανέλαβε ο Βίκτωρ Ουγκώ.
Τον ίδιο χρόνο ζωγράφισε το «Θάνατο του Σαρδανάπαλου» χαρακτηριστικό για τη βενετσιάνικη λαμπρότητα των γυναικείων γυμνών, έργο που με το αισθησιακό και άγριο περιεχόμενό του είχε μεγάλη επίδραση στη ρομαντική ευαισθησία.
Δεν θα πάψει ποτέ να εμπνέεται από τη ρομαντική λογοτεχνία, όπως μαρτυρούν οι λιθογραφίες του Φάουστ, του Γκαίτε. Επίσης θα εμπνευστεί από ένα φανταστικό εξπρεσιονισμό (1826), όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμοι μικροί, λυρικοί ή ζοφεροί, πίνακές του, που αντλούνται από τον Άμλετ ή τον Οθέλλο, καθώς και από τα ποιήματα του Μπάιρον ή τα ιστορικά μυθιστορήματα του Γουόλτερ Σκοτ, π.χ. η «Δολοφονία του Επισκόπου της Λιέγης»(1829, Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου).
Ο Ντελακρουά το 1830, οπαδός του Βοναπάρτη, έλαβε μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου που κατέληξε στην πτώση της μοναρχίας των Βουρβώνων, και αφιέρωσε στις Τρεις Ημέρες ένα έργο, το αριστούργημά του ίσως: «Την Ελευθερία που οδηγεί το λαό». Σε αυτό το έργο ο καλλιτέχνης συνενώνει σε μια επική πνοή την αλληγορία με τη ρεαλιστική αναπαράσταση των πτωμάτων.
Το 1832 ταξίδεψε για 6 μήνες στο Μαρόκο όπου ο πολιτισμός των αράβων του ενέπνευσε τη δημιουργία έργων όπως «Οι Φανατικοί της Τανγκέρης» (1837-1838), «Ο Σουλτάνος του Μαρόκου και η Ακολουθία του» (1845), «Κυνήγι Λιονταριών» (1854), «Άραβας Σελώνοντας το Άλογό του» (1855). Οι «Γυναίκες του Αλγερίου» έκαναν μεγάλη επιτυχία στο Σαλόνι του 1834. Το 1833 ζωγράφισε τις τοιχογραφίες στο βασιλικό δωμάτιο του παλατιού των Βουρβόνων, και συνέχισε με διάφορα έργα για το Λούβρο και το Ιστορικό Μουσείο στις Βερσαλλίες, μέχρι το 1861. Μετά την εξέγερση του 1848, ο Ναπολέων Γ' επέτρεψε την δημόσια εμφάνιση του έργου «Η Ελευθερία οδηγεί το λαό».
Άλλα έργα του είναι «Το Ναυάγιο του Δον Χουάν», «Η Μήδεια πριν σκοτώσει τα παιδιά της», «Η είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη» και ένα πορτρέτο του συνθέτη Φρεντερίκ Σοπέν. Έργα του εμπνευσμένα από την Ελληνική επανάσταση είναι «Η Σφαγή της Χίου», «Έφιππος Έλληνας αγωνιστής», «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» και «Η Μάχη του Γκιαούρη με τον Πασά».
Το 1855 εξέθεσε 48 πίνακες στην Διεθνή Έκθεση Παρισιού και έγινε δεκτός στην Ακαδημία μετά από την όγδοη αίτησή του. Κάνοντας τοιχογραφίες πολλές ώρες όρθιος επάνω σε σκαλωσιές μισοτελειωμένων κτιρίων, αρρώστησε και αποσύρθηκε. Πέθανε στις 13 Αυγούστου 1863 στο Παρίσι.
Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου
Ο Ντελακρουά ζωγράφισε τον πίνακα αυτό για την έκθεση του 1827/28 στο Σαλόνι του Παρισιού (γαλλ. Salon de Paris). Ο πίνακας έχει για θέμα του τον μύθο του βασιλιά της Ασσυρίας Σαρδανάπαλου, ενώ εικονίζει την σκηνή του μοιραίου τέλους του. Ο Σαρδανάπαλος αφού υπερασπίστηκε γενναία την πόλη του, υπέκυψε όταν ο Ευφράτης ξαφνικά ξεχύλησε και κατέστρεψε τα τείχη. Βρισκόμαστε σε ένα πολυτελές ανατολίτικο δώμα με θησαυρούς, στο οποίο κυριαρχεί το χάος. Ο Σαρδανάπαλος στην πολυτελή κλίνη του με απάθεια γίνεται αυτόπτης μάρτυς του φονικού. Υπηρέτες δολοφονούν τις γυμνές γυναίκες του χαρεμιού. Ο οινοχόος του στο πλάι του προσφέρει μια κανάτα που περιέχει θανατηφόρο δηλητήριο για να αυτοκτονήσει. Ένας άλλος υπηρέτης θυσιάζει ένα περήφανο άλογο που είναι στολισμένο με πολύτιμους λίθους.
Στόχος του ζωγράφου ήταν να προκαλέσει, κάτι που κατάφερε με τόσο μεγάλη επιτυχία, που για τα επόμενα πέντε χρόνια τον απέφευγαν όλοι και δεν έβρισκε κανέναν αγοραστή για τα έργα του. Το κοινό της εποχής του δεν ήταν έτοιμο για να δεχτεί αυτό το έργο. Αν και τελικά κατάφερε να ξανακερδίσει το κοινό με το έργο του Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό, ο πίνακας ετούτος έμεινε απούλητος μέχρι το 1846. Αγοραστής ήταν κάποιος Εγγλέζος. Ο πίνακας ξανά αγοράστηκε το 1921 από το Μουσείο του Λούβρου, όπου φιλοξενείται μέχρι σήμερα.