Σε όλη την περίοδο του μοντερνισμού μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, η Ευρώπη επέβαλε την κυριαρχία της σε όλο τον πλανήτη. Έτσι αντλούσε τον πλούτο της και έτσι τέθηκαν οι βάσεις του πολιτισμού της. Σήμερα, όμως, παίρνει τη θέση της σαν περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας και ιστορίας.
Σε όλη την περίοδο του μοντερνισμού μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, η Ευρώπη επέβαλε την κυριαρχία της σε όλο τον πλανήτη. Έτσι αντλούσε τον πλούτο της και έτσι τέθηκαν οι βάσεις του πολιτισμού της. Σήμερα, όμως, παίρνει τη θέση της σαν περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας και ιστορίας. Περιθωριοποιήθηκε από το «μεγάλο παιχνίδι», τη μάχη της ηγεμονίας που δίνεται μεταξύ Ασίας και Αμερικής. Μένει εκτός των ζωνών της υπερεκμετάλλευσης και του θανάτου, που βρίσκονται νότια και ανατολικά της Μεσογείου, αν και εμπλέκεται σ’ αυτές, λόγω των επενδύσεών της, των στρατιωτικών της παρεμβάσεων, των συνοριακών της επιχειρήσεων και των πληθυσμιακών μετακινήσεων.
Αν δεν επιθυμούμε οι ζωές μας και η εργασία μας να κινητοποιούνται ως εφεδρείες στην τρέχουσα μάχη για ηγεμονία· αν θέλουμε η Ευρώπη να επιδρά καθοριστικά στον καθορισμό του διεθνούς δικαίου και στην θεσμοθέτηση των αναγκαίων συστημάτων προστασίας απέναντι στην περιβαλλοντική καταστροφή και τη βαθμιαία καταστροφή της ζωής στη Γη· αν τελικά θέλουμε να εφαρμόσουμε τραπεζικούς και εμπορικούς κανόνες που θα επιτρέψουν την υπεράσπιση και υιοθέτηση του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», τότε χρειαζόμαστε κάτι πολύ περισσότερο από μια ρυθμιστική συνεργασία ή μια αποκλειστικά οικονομική διακυβέρνηση, όπως αυτή υπάρχει σήμερα. Χρειαζόμαστε, μάλλον, μια πολιτική ένωση και μια θεσμική εκπροσώπηση του γενικού συμφέροντος —αν και αυτό δεν σημαίνει ομοφωνία, χωρίς ποικιλομορφία ή αντιπολίτευση. Η σημερινή κατάσταση απέχει πάρα πολύ απ’ αυτό…
Η υπαρξιακή ευρωπαϊκή κρίση
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σήμερα σε ένα διπλό αδιέξοδο. Η κοινότητα συμφερόντων και νομικών κανόνων που συγκροτεί εκφράζεται με μια οιονεί ομοσπονδιακή δομή που είναι σχεδόν μη αναστρέψιμη. Παραδείγματα αποτελούν η περίπτωση της Ελλάδας που δεν βγήκε από την ευρωζώνη ή επιζήμια αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ. Βρισκόμαστε, όμως, και σε μια συγκυρία συσσώρευσης κοινωνικά καταστροφικών ανισοτήτων και αδυναμίας διακυβέρνησης, που δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί πίσω από την «εναλλαγή κυβερνήσεων» ή τους «μεγάλους συνασπισμούς» μεταξύ κεντρώων κομμάτων· σε μια συγκυρία τεχνοκρατικού αυταρχισμού που δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ ηγεμόνων και ηγεμονευόμενων· και σε μια συγκυρία εθνικισμών που συνιστούν μια κοινή, βίαιη απειλή απέναντι σε έναν υποτιθέμενο «εσωτερικό εχθρό». Όλα τα παραπάνω συνιστούν παράγοντες που οδηγούν σε υπαρξιακή κρίση τις πολιτικές δομές της Ευρώπης.
Ωστόσο, αυτή η εν εξελίξει κρίση δεν βοηθά στην παραγωγή κανενός είδους «επαναστατικής κατάστασης» ή «επερχόμενης εξέγερσης» όπως ειλικρινώς πιστεύουν οι παλιοί αναρχικοί και οι νέοι οραματιστές. Αντίθετα, τρέφει την αποδόμηση της έννοιας του πολίτη. Η αποπροσανατολισμένη ΕΕ απλά περιμένει την επόμενη οικονομική κρίση, για να δει αν —όπως μερικοί ήδη προβλέπουν— θα έχει την ίδια μοίρα με τη Σοβιετική Ένωση. Γι’ αυτό αναπτύσσεται ένας τόσο ευρύς διάλογος μεταξύ πολιτικών τάξεων και ειδικών για την ανάγκη την «επανίδρυσης» της ΕΕ. Δεν απορρίπτω αυτό τον όρο. Αντίθετα, πιστεύω ότι θα πρέπει να δώσουμε στη λέξη αυτή το πλήρες νόημά της.
Το πιο συνεκτικό σχέδιο σήμερα προωθείται από το γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν. Αυτό αποτελείται από την «ενδυνάμωση του πυρήνα της ΕΕ» γύρω από εκείνες τις χώρες της ευρωζώνης που θα συμφωνούσαν να κατευθύνουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι των πόρων τους σε ένα κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ή ακόμα και ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο με μεγαλύτερη πειθαρχία σε ότι αφορά το δημόσιο χρέος. Το σχέδιο αυτό, όμως, συμβαδίζει με την επίσημη αναγνώριση της Ευρώπης πολλών ταχυτήτων.
Αφού το σχέδιο αυτό θα έδινε τις ευλογίες σε μια οιονεί κυριαρχία των οικονομικών θεσμών, θα ήταν αναγκαία η εφαρμογή δημοκρατικών διορθωτικών θεσμών που θα παρέχουν επιπλέον δημοκρατική νομιμοποίηση στην κυριαρχία αυτή. Οι υπερασπιστές του σχεδίου αυτού φαντάζονται ενός είδους κοινοβουλευτική εκπροσώπηση που είτε θα προστεθεί στο ευρωκοινοβούλιο είτε θα πηγάζει από τα εθνικά κοινοβούλια.
Μερικά έθνη είναι ηγεμονικά
Κατανοώ απόλυτα το αρκετά λογικό επιχείρημα υπεράσπισης ενός τέτοιο σχεδίου: στηρίζεται στην ιδέα ότι η οικονομική διακυβέρνηση —συνεπής με την τάση που ήταν πάντα παρούσα από την μεταπολεμική περίοδο της ανοικοδόμησης— είναι ο πυλώνας στον οποίο στηρίζεται όλη η διακυβέρνηση της Ευρώπης. Έτσι προκύπτουν οι κοινωνικής και θεσμικές συνέπειες της ευρωπαϊκής σύγκλισης. Είναι, επομένως, και ένας τρόπος για να γίνει παραδεκτό ότι στην εποχή της παγκόσμια οικονομίας η οικονομική και πολιτική σφαίρα δεν είναι στ’ αλήθεια ξεχωριστές. Η συνέπεια αυτής της παραδοχής είναι ότι μια ομοσπονδία που δεν βασίζεται στην ενοποίηση των οικονομικών πολιτικών και των νομισματικών τους βάσεων δεν έχει ελπίδες πραγματοποίησης. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δεν αρκεί για να εξασφαλίσει μια αμοιβαιότητα στη λειτουργία, για παράδειγμα τον πολιτικό έλεγχο την οικονομικής διακυβέρνησης με αρκετά δημοκρατικό τρόπο, ώστε να παγιωθεί η νομιμοποίησή της «κυριαρχίας».
Το σχέδιο αυτό στην πραγματικότητα εμπεριέχει δύο μεγάλα μειονεκτήματα. Το πρώτο είναι ότι περιορίζει την εκπροσώπηση των πολιτών σε συμβουλευτικό ρόλο, ενώ η λογική των αποφάσεων, που «απαιτεί» η συγκυρία και «επικυρώνεται» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν μπορεί να συζητηθεί ή να επερωτηθεί πραγματικά. Το δεύτερο είναι ότι εισάγει μια νέα διαχωριστική γραμμή, δημιουργώντας διαφορετικούς βαθμούς συμμετοχής στην ΕΕ και επομένως δρέπει τους καρπούς της αγανάκτησης και ενισχύει του εθνικισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν πρόκειται για επανίδρυση, αλλά για ενίσχυση των υπαρχουσών τάσεων προς τη συγκέντρωση των εξουσιών και την ηγεμονία συγκεκριμένων εθνών έναντι άλλων.
Πολιτικές προϋποθέσεις επανίδρυσης
Ενώ η ιδέα της επανίδρυσης είναι όντως επείγον ζήτημα, πρέπει να τη φανταστούμε σε μια ριζοσπαστικότερη κατεύθυνση. Δεν θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα της ενίσχυσης ορισμένων εξουσιών ή την εξουσιοδότηση ορισμένων εθνών να καθοδηγούν τα υπόλοιπα. Πρέπει να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια ιστορική επανίδρυση της ΕΕ.
Νομίζω ότι μπορούμε να ονομάσουμε τουλάχιστον πέντε τέτοιες προϋποθέσεις: είναι ποιοτικά διαφορετικές, αλλά δεν θα είναι αποτελεσματικές αν δεν συνδυαστούν στενά. Η πρώτη είναι το υλικό συμφέρον των ευρωπαίων πολιτών —ή της πλειοψηφίας τους— στη συγκρότηση ενός ενιαίου δρώντος στο σημερινό κόσμο, που έρχεται αντιμέτωπος με τις τάσεις και τους αγώνες για ηγεμονία εντός της παγκοσμιοποίησης. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να μετασχηματίσει συσχετισμούς δύναμης προς όφελος των πολιτών. Νομίζω ότι αυτό το υλικό συμφέρον ταυτίζεται με την ενδυνάμωση μιας Ευρώπης που προωθεί το σχέδιο μιας εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, ειδικά σε ότι αφορά το πεδίο της οικονομικής ρύθμισης και της περιβαλλοντικής προστασίας. Οι τραγικές ανάγκες του παρόντος απαιτούν, επίσης, από την Ευρώπη την ανάληψη μιας ανανεωμένης πρωτοβουλίας μεσολάβησης στους πολλούς κηρυχθέντες και ακήρυχτους πολέμους που βυσσοδομούν τόσο μακριά όσο και κοντά στην περιοχή μας. Αυτό απαιτεί την αναζωογόνηση του διεθνούς δικαίου.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ένας θεσμικός στόχος ή η ιστορική καινοτομία. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η τελική αποδέσμευση μας από το καθεστώς της ψευδοομοσπονδίας. Η επιθυμητή ομοσπονδία υπάρχει, ήδη, με τη μορφή στενής αλληλεξάρτησης μεταξύ οικονομιών, περιφερειών και πολιτισμών, αλλά ο επίσημος διάλογος αρνείται την ύπαρξή της και οι εθνικές πολιτικές τάξεις τής αντιτίθενται, μέσω της προσπάθειάς τους να διατηρήσουν το μονοπώλιο της διαπραγμάτευσης με τα εταιρικά κέντρα εξουσίας και διοίκησης, είτε πρόκειται για μεγάλες εταιρίες είτε για ενώσεις. Θα πρέπει να έχουμε ως στόχο την εφεύρεση ενός νέου τύπου ομοσπονδίας που δεν θα απορρίπτει τις εθνικότητες, αλλά θα μετασχηματίζει το νόημά τους και τις λειτουργίες τους εντός του πλαισίου μιας κοινής κυριαρχίας.
Η τρίτη προϋπόθεση είναι το πολιτικό ιδανικό που θα καθοδηγεί το στόχο της ομοσπονδίας και θα είναι το κριτήριο της επιτυχίας του. Οφείλουμε να διευρύνουμε τη δημοκρατία στα επίπεδα που έφτασε στα εθνικά κράτη τις στιγμές της μεγαλύτερης συμμετοχής των πολιτών. Δεν θα μπορέσει να υπάρξει μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία αν η ανάδυση της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας, αντιπροσωπευτικών ακόμα και πέρα από το εθνικό επίπεδο, δεν συνοδεύεται από την αναγέννηση σε τοπικό και καθημερινό επίπεδο της άμεσης συμμετοχής, όπως πραγματώνεται μέσω των δομών που ορισμένοι σήμερα αποκαλούν «συνελεύσεις». Αυτές οι τελευταίες δεν πρέπει να είναι απομονωμένες και εσωστρεφείς, αλλά ικανές να επικοινωνούν και πέρα από τα εθνικά σύνορα. Φυσικά, μια τέτοια καινοτομία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με αυταρχικό τρόπο. Θα πρέπει να υπερκεράσει γιγαντιαία εμπόδια και αντιδράσεις, που δεν θα είναι απλά ζήτημα κοινωνικού συντηρητισμού. Αυτό με οδηγεί στις τελευταίες δύο προϋποθέσεις.
Η τέταρτη είναι μια δραστική απαίτηση για επανίδρυση. Μπορεί να θεωρούμε ότι απέχουμε πολύ, σ’ ετούτη την περίοδο της εθνικής αναδίπλωσης και κοινωνικής αποδιάρθρωσης. Δεν υπάρχει, όμως, κανένας λόγος να τη θεωρούμε εκ των προτέρων αδύνατη. Η επανίδρυση δεν μπορεί να είναι απλά ένα ζήτημα φιλοευρωπαϊκών αισθημάτων ή εξουσιοδότησης κυβερνήσεων. Χρειαζόμαστε συλλογικά κινήματα που θα εμπλέκουν πολίτες, ικανούς να δίνουν τα χέρια, με τις διαφορετικές τους κληρονομιές, πέρα από σύνορα. Αυτά μπορεί να είναι κινήματα διαμαρτυρίας (για παράδειγμα ενάντια στην αδικία και τη φοροδιαφυγή) ή κινήματα που ξεκινούν μεγάλες πολιτισμικές επαναστάσεις (για παράδειγμα, ο μετασχηματισμός των αυτοκαταστροφικών μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης).
Τέλος, η πέμπτη προϋπόθεση —που προσπαθεί να ενώσει τις προηγούμενες τέσσερις— είναι ο ορισμός των πολιτικών προβλημάτων που πρέπει να επιλυθούν, αν το ευρωπαϊκό σχέδιο γίνει πιθανό, πέρα από επιθυμητό. Το ερώτημα, επομένως, είναι οι μάχες που πρέπει να δώσουν οι πολίτες ή, ακόμα, —με λιγότερο επιθετικό τρόπο— οι καμπάνιες, ώστε τα εμπόδια που θα συναντά το ευρωπαϊκό σχέδιο να μετατρέπονται σε πεδία κινητοποίησης, επικοινωνίας και ανάληψης πρωτοβουλιών.
Το «νέο εθνικό ζήτημα»
Κατ’ αρχάς, αυτό σημαίνει την εξάλειψη όλων των μορφών ανισότητας (επαγγελματικής, ηλικιακής, τοπικής, εκπαιδευτικής, σε θέματα υγείας, ασφάλειας, φύλου, χρώματος κτλ). Αυτές οι ανισότητες συσσωρεύτηκαν λόγω του θριάμβου της αρχής του ελεύθερου ανταγωνισμού πάνω στις αξίες της αλληλεγγύης. Και αυτό κατέστρεψε την όποια πιθανότητα σχηματισμού μιας πολιτικής κοινότητας. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για την αντιμετώπιση του νέου εθνικού ζητήματος στην Ευρώπη. Η ήπειρος αυτή έχει μια μεγάλη παράδοση κυριαρχίας και ανταγωνισμών, αλλά έχει επίσης μετασχηματιστεί πλήρως από τότε που τα κράτη εκατέρωθεν του τείχους του Βερολίνου μετατράπηκαν σε εθνικά και κοινωνικά. Ισχύει, επίσης, και γι’ αυτό που εγώ αποκαλώ —ακολουθώντας τους Καντ και Ντεριντά— «πρόκληση της φιλοξενίας». Που σημαίνει, για να είμαστε σαφείς, μια συγκεκριμένη αντιμετώπιση των τωρινών και μελλοντικών πληθυσμιακών μετακινήσεων, στην οποία η αδερφοσύνη και η συνεργασία με τα έθνη του Παγκόσμιου Νότου κατέχουν εξέχουσα θέση.
Τεράστιες ανισότητες, καθημαγμένες ταυτότητες, μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές: τόσα πολλά ερωτήματα που πρέπει να βρουν απάντηση, ώστε να δοθεί μια συλλογική ώθηση και να γίνει η Ευρώπη ιστορικός παράγοντας που θα συνενώσει διάφορες συνιστώσες της κοινωνικής δράσης. Περισσότερο από ένα Ζαν Μονέ, ένα Σαρλ Ντε Γκωλ ή ακόμα και ένα Βίλυ Μπραντ, νομίζω ότι χρειαζόμαστε έναν Αλτιέρο Σπινέλι ή μια Ούρσουλα Χίρσμαν, για τη συγγραφή ενός νέου Μανιφέστου του Βεντοτένε (ιστορικό ντοκουμέντο υπέρ της ομοσπονδοποίησης που γράφτηκε από τον Σπινέλι και τον αντιφασίστα σύντροφό του, Ερνέστο Ρόσι, στο νησί του Βεντοτένε, όπου βρίσκονταν σε εσωτερική εξορία το 1941). Χρειάζεται, επίσης, να μπολιάσουμε την έμπνευσή του Μανιφέστου με ό,τι προσδοκά σήμερα ο κόσμος από την Ευρώπη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Le Monde» και αναδημοσιεύθηκε από την ιστοσελίδα των εκδόσεων Verso στις 27 Δεκεμβρίου.
Μετάφραση από τα αγγλικά:
Πέτρος Κοντές (ΕΠΟΧΗ)