Εσύ, το ευτελές κρέας

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 14.07.20 ]

Οι ποιητές δεν απευθύνουν διαγγέλματα. Οι ποιητές ομιλούν. Τίποτα περισσότερο, ακριβώς. Και τίποτα ολιγότερο, ακριβώς. Οτιδήποτε υπερβαίνει ή εκφεύγει από την ακρίβεια της ποίησης, οτιδήποτε θέλει να εννοείται ανακριβώς ως ποίηση δηλαδή, είναι ευτελές. Ακριβώς. Το ίδιο (και γι’ αυτό η ποίηση ως Τέχνη του Λόγου, αλλά και ως πυρηνική κατάσταση της Τέχνης, αποτελεί την πεμπτουσία της Φιλοσοφίας) συμβαίνει και με την συνεκδοχή (που είναι υποσύστημα) της κοινωνικότητας ως προς την εκδοχή (που είναι σύστημα) της κοινότητας των υπάρξεων.

Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις. Αρκεί ένα φιλί το ηλιοβασίλεμα, μια αγκαλιά μέσα στα δακρυγόνα, ένα «Κώστα, πέρασες Νομική Αθήνας» μέσα στο πλήθος των θηρίων. Ορατών τε και αοράτων. Αυτό είναι ποίηση. Η αόρατη ακρίβεια των γεγονότων που σηκώνουν τις λέξεις από τα λεξικά και τις πηγαίνουν ταξιδάκι στις έννοιες και στις αγκαλιές των ερώτων. Ακριβώς. Οτιδήποτε άλλο παρουσιάζεται ως τέτοιο είναι ευτελές. Και αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να υπερκεράσουμε για να γράψουμε το ποίημα της ζωής μας. Δεν είναι πολύ ένα ποίημα. Είναι το ακριβώς μιας ζωής που ζει επειδή ζει. Τίποτε άλλο, λιγότερο ή περισσότερο, επειδή το «αρκείτω βίος» είναι το πάν. Το «άλλο» διαστρέφει το «παν» και το ταπεινώνει. Αυτό λέει η ποίηση, και το λέει διαρκώς και για πάντα. Μην την εξευτελίζεις τη ζωή σου, λέει ο Καβάφης. Δεν είναι  κατάσταση εξαίρεσης. Απλώς είναι η ζωή. Οτιδήποτε άλλο, είναι ανακριβές προς την ζωή. Δεν ζεις απλώς, γιατί η ζωή δεν ζει, υπάρχει. Όπως κι εσύ σε όλες τις δηλώσεις και τις συμπαραδηλώσεις της ζωής σου. Όταν, λοιπόν, πείθεσαι πως η αξιοπρέπεια της δουλειάς δεν σου αξίζει και πρέπει να την ζητιανέψεις, ή να πατήσεις στο σβέρκο τον διπλανό σου, έχεις ήδη εξευτελιστεί. Και τότε είναι που εν ζεις. Όταν πείθεσαι πως πρέπει ν’ απλώσεις τα χέρι για μια θέση στον ήλιο, τότε έχεις εξευτελιστεί. Δεν ζεις. Όταν ακούς να σου λένε ότι είναι ελαφρότητα να γαμ@νε το παιδί σου, αρκεί ο επιβήτορας να είναι υπουργός και άλλοτε ότι το παιδί σου είναι τέρας επειδή αγωνίζεται για ένα αυριανό ποίημα που είναι η ζωή του, τότε ήδη έχεις εξευτελιστεί. Δεν έχει εξευτελιστεί ο αυθέντης, αλλά ο δουλόφρων της πιο υλοπρεπούς δουλοφροσύνης. Αυτό το πράμα που υφίσταται χωρίς ποτέ του να έχει υπάρξει μέσα στην ποίηση των γεγονότων. Δηλαδή μέσα στην ποίηση της ιστορίας την ώρα που δημιουργείται. Διαρκώς. «Με κλάμα μωρού και σάλιο μέδουσας» κατά πως λέει ο Λόρκα. Κι εσύ νομίζεις πως αφού «είθισται να δολοφονούν τους ποιητές» και μόνον αυτούς, έχεις γλιτώσει «στα χρόνια τα δικά μας, τα σακάτικα». Μπορείς αμέριμνα να ακούσεις την ετυμηγορία εκείνων στους οποίους έχεις αναθέσει την ευθύνη των δικών σου σκέψεων: Εις θάνατον. Μην φοβάσαι. Δεν θα σε πάρουν τα χαράματα. Δεν θα σε πάνε στην Καισαριανή, δεν θα σε πετάξουν από αεροπλάνο στην θάλασσα. Δεν θα σε θάψουν στην έρημο Ατακάμα. Δεν θα σε λιώσουν από βομβαρδισμό στην Υεμένη ή από πείνα στην Υποσαχάρια Αφρική, ή από ομαδικό ρατσισμό στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ, ή από κατά συρροήν αθωότητα των σαλτιμπάγκων της εξουσίας τύπου Χρυσοχοίδη, δεν θα σε διαμελίσουν στην Παλαιστίνη, πουθενά δεν κινδυνεύεις. Μην φοβάσαι. Ο εξευτελισμός σου είναι τέλειος. Εσύ ο τραπεζίτης, εσύ ο μπάτσος. Εσύ ο μεγαλοπαπάς εσύ ο βουλευτής, των ακατάσχετων παρανοημάτων δικαίου, εσύ το μεγάλο υποχείριο. Το ευτελές κρέας που νικάει ακόμα και την εκ σαρκός σάρκα. Εσύ: Η μεγάλη ήττα του ίδιου σου του εαυτού. Και του δικού μας.