Επεισόδιο

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 29.06.19 ]

Ζέστη αφόρητη. Η άσφαλτος αχνιστό καμίνι. Κι ο ιδρώτας στο κορμί του ποτάμι. Ξαναέριξε μια φευγαλέα ματιά στο χαρτί με τα ψώνια, πριν μπει στο κρεοπωλείο. Ενάμισι κιλό κιμάς και τέσσερις μπριζόλες, όσοι ακριβώς ήταν, ούτε μια παραπάνω. Πέρασε οριστικά ο καιρός των τραπεζιών σε συγγενείς και φίλους. Κλείστηκαν τώρα, μετρημένα τα έσοδα, αμέτρητα τα έξοδα. Σαν να κλείστηκε κι η ψυχή τους μαζί. Να αμπαρώθηκε.

       Έξω απ’ το κρεοπωλείο κίνηση, αδύνατον να παρκάρει. Διπλοπάρκαρε τριάντα μέτρα πιο πέρα και μπήκε, κοιτάζοντας συνεχώς προς τ’ αμάξι. Ώρες ήτανε να πληρώσει κανένα πρόστιμο, πρωινιάτικα. Πήρε τις μπριζόλες γρήγορα, άφησε τα χρήματα, κι έφυγε βιαστικά. Μπήκε στ’ αμάξι, ακούμπησε τη σακούλα στο κάθισμα του συνοδηγού κι έβαλε μπροστά να φύγει, να πάει το μικρό στο γήπεδο, σαββατιάτικος μαραθώνιος.

Τότε κατάλαβε πως ξέχασε τον κιμά. Πώς αφαιρέθηκε έτσι; Το χαρτί έγραφε κι ενάμισι κιλό κιμάς. Γύρισε πίσω τρεχάτος, αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη και τ’ αμάξι ξεκλείδωτο. Δε θ’ αργούσε εξάλλου. Δυο λεπτά. Μπήκε, πήρε τον κιμά, πλήρωσε βιαστικά κι απομακρύνθηκε. Είχε πάντα το μάτι στ’ αμάξι, στην ξεκλείδωτη πόρτα… Μικρή η καθυστέρηση…

   Και τότε ξαφνικά τον είδε. Βάδιζε αργά, με μικρά αβέβαια βήματα, τρεκλίζοντας σχεδόν, κοιτάζοντας κλεφτά δεξιά κι αριστερά. Κορμί κυρτό, βήμα σερνάμενο, θα ’ταν δε θα ’ταν πενήντα πέντε, εξήντα, το βάρος όλου τ’ ουρανού στους ώμους. Παντελόνι τριμμένο, σκόρπια ξέφτια το αριστερό μπατζάκι. Πλησίασε μουλωχτά, κατασκοπευτικά τ’ αμάξι του, άνοιξε με μια απότομη κίνηση την ξεκλείδωτη πόρτα κι άρπαξε βιαστικά το πακέτο με τις μπριζόλες απ’ το κάθισμα. Ξανακοίταξε δεξιά κι αριστερά κι ύστερα πήρε ν’ απομακρύνεται με χαρά κρυφή για τη μικρή του νίκη.

Θόλωσε όταν τον είδε. Οι αρτηρίες στο κόκκινο. Η πίεση στο ζενίθ. Τον αλήτη! Καλά άκουγε πως με την κρίση αυξήθηκαν οι κλεψιές. Τάχυνε το βήμα, θα τον προλάβαινε εύκολα. Θα του άρπαζε το κρέας, θα τον ξεφώνιζε κιόλας μπροστά στο κόσμο. Κλέφτης! Κλέφτης! πώς κλέβεις έτσι κύριε τον κόπο, το αίμα πες καλύτερα, τ΄ αλλουνού; Κι αυτός ζορίστηκε με την κρίση, μα δε βγήκε στη ζητιανιά, ούτε και κλέφτης έγινε. Tι θα πει κρίση; Καμιά κρίση κύριε δε νομιμοποιεί την κλεψιά.

Τον είχε κιόλας πλησιάσει. Μα λίγο πριν απλώσει το χέρι του να τον αρπάξει, τον ξανακοίταξε φευγαλέα. Κι ύστερα καλύτερα. Κι όταν τον αναγνώρισε έμεινε να τον κοιτά σα χάνος. Ο Μήτσος ήταν, ο σιδεράς. Ο Μήτσος που είχε φτιάξει πρόσφατα το σπίτι του αδελφού του και πριν τρία χρόνια το δικό του εξοχικό στην παραλία του Καστελόκαμπου. Ο Μήτσος, ο καλύτερος σιδεράς της πόλης και των περιχώρων. Ποιος Μήτσος δηλαδή; Μια ισχνή, ανύπαρκτη σχεδόν ρανίδα κρέατος ήταν, ένας πρόχειρα συναρμολογημένος σκελετός, μια χούφτα από σκόρπια, ασύνταχτα κόκαλα, δυο παπούτσια που χώραγαν άλλα δυο πληγωμένα πόδια το καθένα, ένα φάντασμα. Ο Μήτσος ο λεβεντάνθρωπος, ο κιμπάρης με τα τρία παιδιά, που κάπου άκουσε πως όταν βάθυνε η αναδουλειά στην οικοδομή, του σάλεψε το μυαλό, τους παράτησε όλους, τον παράτησαν κι αυτοί και γυρνούσε τώρα σα σκιά στην πόλη, σκουπίδι στον άνεμο. Ο Μήτσος. Έφευγε τώρα γλιστρώντας σα μικρό παιδί, που βιάζεται να κρυφτεί μετά τη ζημιά, για ν’ αποφύγει τα μαλώματα της μάνας…

Έγινε ξαφνικά, μικρός ο κόσμος. Κι αλαφρύς. Ίσαμε ενάμισι κιλό κιμά. Σαν αυτόν που βαστούσε στα χέρια. Τα πόδια του μόνο γίνανε βαριά. Αδύνατον να προχωρήσει. Επιβράδυνε το βήμα. Έκανε τάχα πως χαζεύει στη διπλανή βιτρίνα. Να προλάβει να φύγει ο άλλος, ν’ απομακρυνθεί… Μπερδεύτηκε, γλίστρησε, έπεσε πάνω σ’ έναν περαστικό. «Συγγνώμη, έχω ένα τραύμα στο γόνατο από παιδί, μια αστάθεια», ψέλλισε.

Κι ύστερα του φάνηκε πως άρχισε η καρδιά του να κόβεται μικρά μικρά κομματάκια. Σαν τα κομματάκια του κιμά, που κρατούσε στα παράλυτα χέρια του. Και να ‘ρχονται να τσιμπάνε τις μικρές μπουκιές απ’ την κομματιασμένη καρδιά τα πουλιά της δυστυχίας. Ενάμισι κιλό κιμάς η καρδιά του. «Λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου», του ήρθε ξάφνου στο νου η κυριακάτικη κορύφωση, που άκουγε μικρός στην εκκλησία. Σαν να κατάλαβε ξαφνικά. Σα να ’φυγε για λίγο κι η ζαλάδα. Μπήκε στ’ αμάξι βιαστικός. Δεν έβλεπε. Τα μάτια του μια θάλασσα. Μια θάλασσα αλμυρή, δροσιστική, στου Ιούλη την καυτή την άσφαλτο. Μέσα της να πέσει, να βουλιάξει, να πνιγεί, ν’ αναληφθεί.

Από το διπλανό μπαλκόνι, ένα παλιό τραγουδάκι της Μοσχολιού, πυράκτωνε το καυτό τσιμέντο, έγδερνε δίχως οίκτο τα μηλίγγια του.