Επ' αφορμή τους
[ Γιώργος Παππάς / Ελλάδα / 11.01.20 ]Άμα θες να δεις το τέλος,
το τέλος τής αυτονόητα και δικαιωματικά ιδιαίτερης προσωπικότητάς μας,
το τέλος της ζωής που ονειρευόμασταν και χτίζαμε λίγη – λίγη μουτζουρώνοντας τον τοίχο με μολυβιές σε κάθε πόντο που παίρναμε, μολυβιές που, ταυτόχρονα, μας έδειχναν το αύριο και μας θύμιζαν το χθες μας,
αν θες να δεις το πώς σιγοσβήνει συστηματικά το πρώτο φέγγος μας,
το πώς και το γιατί σκονίζεται όλο και πιο πολύ το ίχνος μας,
αν θες να δεις πώς η δρασκελιά μιας λαίμαργης ύπαρξης κλείνει σε ανούσιο σημειωτόν που ματώνει τις πατούσες της και πονάει και τον τόπο που πατάει, τον τόπο της, πώς κλείνει σε μεθοδικό, προμελετημένο, ανελέητο, εγκληματικό σημειωτόν κάτω από τους ήχους των μονότονα ρυθμικών ταμπούρλων μιας μπάντας από σκληρά, τόσο οικεία αλλά και τόσο ξένα, πρέπει,
άμα θες να δεις το τέλος μας σε μια κοινωνία που νοσεί, σε μια κοινωνία- επίφαση, που πεθαίνει λίγο – λίγο κάτω από τα βιώματά της και για να μην πεθάνει μόνη της σηκώνει ψηλά τα τείχη των κανόνων της για να σε πάρει μαζί της, λες και δεν μπορείς να πεθάνεις μόνος σου,
αν θες να δεις το τέλος μας σε μια κοινωνία που πεθαίνει χωρίς να θρηνεί, που πεθαίνει ήσυχη, προστατευμένη και χαρούμενη, κοίταξε καλά τι εκπέμπουν τα κορμιά των «σοβαρών», «βέβαιων» και «στιβαρών» «ανθρώπων».
Πόσο ίδια στέκονται, πόσο ίδια τα επιδεικνύουν, πόσο σίγουρα ίδια γέρνουν προς τον άλλον, πόσο αυτάρεσκα ίδια τσιτώνονται, πόσο ίδια κινούνται, πώς στο διάολο γίνεται να μοιάζουν τόσο;
Άκου με προσοχή τα λόγια τους,
προτάσεις γεμάτες πότε με φιοριτούρες και πότε με απόλυτη σιγουριά, κακοκρυμμένο αποθεωμένο ΕΓΩ,
πακτωμένες γερά λέξεις ατράνταχτης λογικής κι απαρέγκλιτων κανόνων, που θεοποιούνται για να σκεπάσουν την αναπηρία του αβίωτου συναισθήματος,
λέξεις πολύχρωμες βεντάλιες, ίδιες με φτερά από φουσκωμένα παγώνια
για να κρύψουν την αλήθεια ενός επιτηδευμένου ρηχού συναισθήματος, ίσα - ίσα να καλύπτει τα απολύτως βασικά της ανθρώπινης υπόστασης,
για να μην αποκαλύψουν την πηγή του ήχου τους, τον κόλπο που τις εξέθρεψε, έχεις ακούσει το κρώξιμο του παγωνιού; δεν το περιμένεις να’ χει τόση ασχήμια προτού τ’ ακούσεις….
γι’ αυτό σου στέλνουν αυτές τις λέξεις, που κουβαλάνε κλοπιμαία απ’ το δικό σου χρώμα, δεν στις δίνουν τις αληθινά δικές τους, θα ανακαλύψεις το δικό τους χρώμα, το γκρίζο κυνικό τους χρώμα που δεν το θέλεις κοντά στα μάτια σου.
Άκουσέ τους καλά πώς μιλάνε, άκουσε τους βαθιά, μην μείνεις στους ήχους, κοίτα κιόλας, σκέψου, νιώσε,
δεν μιλάνε ποτέ με τ’ αυτιά, μόνο με το στόμα,
δεν μιλάνε ποτέ απ’ την ψυχή, αλλά μόνο απ’ το λογιστικό ή το φροϋδικό μυαλό,
ανάλογα το στόχο.
Πριν σου μιλήσουν σ’ έχουν σκανάρει και σου στέλνουν κεντραρισμένα λόγια - μαγνήτες για να σε τραβήξουν πάνω τους, όχι μέσα τους, εσύ το άψυχο μέταλλο και οι στοχευμένες λέξεις η ένταση του πεδίου, πώς στο διάολο γίνεται να μοιάζουν τόσο;
Κοίτα καλά τα μάτια των αφύσικων που θέλουν να μας κάνουν τις ζωές σφιχτές θηλιές,
που θέλουν να ρουφήξουν το μέλι μας για να φουσκώσει ακόμη λίγο το βρώμικο σκατοεγώ τους,
που θέλουν να στεγνώσουμε για να μας κάνουν καθρέφτες τους,
που θέλουν να μας σκίσουν και να μας μικρύνουν τα όνειρα επειδή δεν ταιριάζουν με το στένεμα των καλοπρογραμματισμένων κοστουμαρισμένων ζωών τους.
Ο αυτοσεβασμός κι η αποθέωσή του μέσα από τον σεβασμό του άλλου, η γεμάτη αλήθεια ανθρώπινη αγκαλιά, το προσεκτικό άγγιγμα της ψυχής με τα ακροδάχτυλα, τα ευγενικά μέταλλα των φωνών, η ενσυναίσθηση κι ο έρωτας, η προστασία κι η φροντίδα του πόνου, η ουσία της αγάπης, η πηγή της συντροφικότητας, ο άλλος, μοναδικοί κι αποκλειστικοί αγγελιοφόροι, φύλακες και προστάτες της γύμνιας, μοναδικοί κι αποκλειστικοί προστάτες και της ψυχής της στιγμής και της ψυχής της μνήμης της,
το χέρι που βγαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου για να αγγίξει το σκούρο απλωμένο χέρι του φαναριού και να το ακουμπήσει με λίγα κέρματα αλλά με πολλή ζέστη στην χαμογελαστή ματιά,
το δάκρυ που δεν αφήνει να κυλήσει ο γέροντας, την ίδια στιγμή που κλαίνε οι λέξεις του δηλώνοντας στο παιδί του όχι γοητευμένος απ’ τη ζωή του, απογοητευμένος δηλώνει, αλλά τάχα δεν κλαίει,
οι δυο φίλοι που στην Τετάρτη του Δημοτικού βάλανε να καθίσει στο θρανίο τους, ανάμεσά τους, το γυφτάκι, που, ακολουθώντας την πλανόδια μοίρα του, κατέληξε για ακόμη μία χρονιά σε ακόμη μία άγνωστη πόλη, το βάλανε να καθίσει στη μέση και για ασπίδα δεξιά – αριστερά βάλανε τα παιδικά τους κορμιά τη στιγμή που οι συμμαθητές τους, οι καθημερινοί φίλοι τους, οι «δικοί τους» δεν το αφήνανε στ’ αλήθεια ν’ ανασάνει, λες και θα τους έκλεβε τον αέρα,
όλα αυτά δεν χωράνε στα καφέ παπούτσια με τα καλοσφιγμένα κορδόνια τους, τους λερώνουν τα μπλουζάκια και τα πουκάμισά τους που μπαίνουν μέσα απ’ τα παντελόνια τους προσεκτικά για να ‘ναι το μπροστινό με το πίσω κομμάτι τους αλφαδιασμένα,
τσαλακώνουν την τάξη, τον τύπο και την ησυχία των τακτοποιημένων ζωών τους.
Κοίτα τα καλά τα βλέμματά τους,
δεν ανοίγουν, δεν μιλάνε, δεν λάμπουν, δεν ζωγραφίζουν, δεν αγκαλιάζουν, δεν προστατεύουν, δεν καίνε,
απλά υπάρχουν, παρατηρούν και στοχεύουν, λες κι είναι διόπτρες σκοπευτών,
δεν είναι μάτια αυτά, περισκόπια μου μοιάζουν, κρύο μέταλλο που ανεβαίνει απ΄ τα υπόγεια του ωκεανού και ψάχνει ανυποψίαστες κουκίδες που πλέουν στον ορίζοντα του γαλάζιου για να τις πετύχει και να τις εξαφανίσει,
και δεν τα νοιάζει αν η κουκκίδα είμαι εγώ ή είσαι εσύ,
αν είσαι εσύ που στο απέραντο γαλάζιο του ωκεανού ψάχνεις το όνειρο της Ατλαντίδας παρέα με την γοργόνα που ζητάει αέναα τη μνήμη, τη στήριξη και την άδολη αγάπη του αδελφού της,
παρέα με τον Οδυσσέα που παλεύει να γυρίσει στη μίτρα της ζωής του,
παρέα με τον Καββαδία που σαλπάρει δίχως πλευρικά κυνηγώντας το άστρο της ανατολής του, φοβούμενος, γνωρίζοντας κι ελπίζοντας συνάμα να είναι όσο ιδανικός τόσο κι ανάξιος,
πώς στο διάολο γίνεται να μοιάζουν τόσο;
Δεν θέλω να το δω το τέλος.