Εμείς, ως άνεμος Δικαίου
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 23.11.17 ]
Όποιος νομίζει ότι η φονική πλημμύρα στην Μάντρα και Νέα Πέραμο Αττικής και η άθλια μέθοδος φοροδιαφυγής μέσω off shore εταιριών, δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, είναι βαθιά νυχτωμένος. Συνδέονται υπό την έννοια ότι ανήκουν στην ίδια χωρεία της κοινωνικής σκαιότητας που περιφρονεί τους πάντες και τα πάντα. Και έτσι, δεδομένων των συνθηκών, μεταλλάσσεται σε κοινωνική αγριότητα που μετατρέπει τον βίο σε αβίωτο, οριστικά. Δηλαδή τον φονεύει. Το ότι όλη αυτή η διαδικασία γίνεται με νόμιμους τρόπους δεν απαλύνει την σκαιότητα της υφής της, ούτε εξαφανίζει την οριστική της βιαιότητα. Το αντίθετο συμβαίνει: κάνει ακόμα πιο σκαιά την σκαιότητα, κάνει ακόμα πιο βίαιη την βιαιότητα.
Αυτά για να τελειώνουμε με τις αιματοβαμμένες σαπουνόφουσκες περί νομιμότητας και ηθικής. Γιατί έτσι κι αλλιώς, ουδεμία πράξη συντελείται ερήμην της (ταξικής) κοινωνίας. Από την κάθε πράξη κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει. Κατά περίπτωση και τη ζωή του. Ακόμα κι αν αυτό δεν είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού και είναι δύστροπος ο συσχετισμός μεταξύ χαμένων και κερδισμένων. Στην περίπτωση, μάλιστα, των διαφόρων τρυφηλών «papers» (και των προσώπων που κατοικοεδρεύουν σ’ αυτά) και των πνιγμένων της Μάνδρας, ο συσχετισμός είναι φονικός.
Και αυτό είναι άδικο! Όσοι νόμοι (που αντί να παραγάγουν δίκαιο, παρήγαγαν φόνους) κι αν προστατεύουν τέτοιες πράξεις ύβρεως προς την ανθρώπινη και την κοινωνική υπαρκτικότητα, είναι νόμοι παράνομοι. Όσο δεν γίνεται κατανοητή αυτή η τραγωδία στον θρηνουργό της πυρήνα, τόσο πρέπει να αναμένουμε καινούργιους θρήνους. Όσο δεν κατανοούμε ότι ο θάνατος του μικρώνυμου υλικού φερτών υλών της ιστορίας έχει συσχέτιση με την αρπακτικότητα του ταυτόσημου μεγαλώνυμου, τόσο περισσότερο γινόμαστε προδιάθετοι της αυτοκτονίας. Ηθικής, αισθητικής και λογικής. Φυσικά και της πολιτικής αυτοκτονίας που ταπεινώνει τη δημοκρατία γιατί μετατρέπει τους πολίτες σε βωμολοχικό συρφετό περί τα υπολείμματα της εξουσιαστικής θεότητας.
Είναι ντροπή. Σε κανέναν δεν αξίζει τέτοια ταπείνωση. Σε κανέναν δεν αξίζει η γλίσχρα ζωή της επαιτείας για μια δουλίτσα, για μια «ηθικίτσα», για μια αισχρή παράκαμψη των ιδεών συμβίωσης. Τέτοια που να δικαιώνει τις ιδέες φονικής καταπίεσης.
Έχουμε θρηνήσει πολλά θύματα αυτής της κατάστασης. Παραιτούμενοι των δικαιωμάτων μας, την στιγμή ακριβώς που επιθυμούμε να καταργήσουμε το δικαίωμα των υπολοίπων στην ισοπολιτεία και την ισονομία. Ανοίγοντας έτσι την Κερκόπορτα για να «μπουν στην πόλη οι εχθροί». Να μπουν στα σπίτια μας, να μας θάψουν ζωντανούς στη λάσπη, να σκοτώσουν τα παιδιά μας, να κλέψουν τα πολύτιμα κειμήλια της κληρονομημένης μας ζωής, για να τα κάνουν χαρτοπόλεμο, μη ύλη, στέρφα χρονικότητα πάει να πει στον παράδεισο κι εμείς να φωνάζουμε «ζήτω και γεια». Κουνώντας καθρεφτάκια–σημαίες που μας χαρίζουν για να βλέπουμε όχι τον εαυτό μας, αλλά τον εαυτό τους να κυματίζει θριαμβικά την ώρα που κλέβει και στέλνει τη ζωή μας στον δικό του Παράδεισο. Και να νομίζουμε ότι «μαζί τα φάγαμε»: τα πτώματα του Παραδείσου.
Κι εμείς να υπάρχουμε ως αγνοούμενοι της αλήθειας και της νόμιμης (όχι νομικής) Δικαιοσύνης. Αυτό είμαστε. Και αυτό θα είμαστε όσο δεν εννοούμε τον εαυτό μας ως φορέα παρηγορητικού Δικαίου. Ως άνεμο δικαιοσύνης που γεμίζει με άγραφα ποιήματα τον αιθέρα. Έτσι νομίζω.