Εμείς θα ζήσουμε
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 26.09.20 ](δείπνο με τον Γρηγόρη Σάμσα)
Όταν ο Γρηγόρης δέχτηκε την πρόσκλησή μου για δείπνο μ’ έπιασε ταραχή. (Ειλικρινά, δεν το περίμενα να τον αφήσει ο Κ.) Ό,τι κι αν είχα σκεφτεί, ό,τι κι αν είχα σχεδιάσει δεν μου φαινόταν πια καλό.
Χτύπησε την πόρτα. Έτρεξα ν’ ανοίξω. Φαινόταν αμήχανος. Το ’παιξα άνετη.
«Μην μπεις», του είπα. «Θα φάμε έξω. Επιτρέπεται. Κερνάω.»
Δεν μίλησε. Έκανε μόνο κάποια βήματα στο πλάι για να βγω και μ’ ακολούθησε.
Η πόλη είχε ανάψει τα φώτα της. Τα αυτοκίνητα πλημμύριζαν τους δρόμους. Απ’ τις ντουντούκες περιπολικών υλακώδης βήχας. Μια μυρωδιά καμένης σάρκας να θυμιατίζει τον αέρα. Ο Γρηγόρης λίγα βήματα πίσω μου.
«Πού πάμε;», ψέλλισε.
«Θα δεις»
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο αγαπημένο μου ξενοδοχείο «SANS RIVAL» στην Πλατεία Βάθης (επίσημο όνομα Πλατεία Ανεξαρτησίας, ευφάνταστη ονοματοδοσία).
Ανεβήκαμε στον γκισέ του τύπου στη ρεσεψιόν. Ο Γρηγόρης είδε το ποτήρι του φραπέ. Δεν δίστασε. Κολλημένος αφρός στα τοιχώματα του ποτηριού και στο καλαμάκι. Δοκίμασε.
«Πολλή ζάχαρη…», είπε με δυσαρέσκεια.
«Γιατί δε δοκιμάζεις το τασάκι; Άφιλτρα Σαντέ, φίλε μου. Ο τύπος έχει γούστο. Μην ακούς που το ροχαλητό του είναι φάλτσο. Πάρε μια τζούρα και μετά θ’ ανέβουμε.»
Έδειχνε ανυπόμονος. Δεν τον έπεισα φαίνεται με τα άφιλτρα Σαντέ. Κρίμα. Αλλά δεν είχα περάσει στο κυρίως πιάτο.
Στον πρώτο, στο δωμάτιο 4, έμενε η Σάσα, πόρνη ξεπεσμένη. Ήταν σκοτεινά αλλά ούτε ο Γρηγόρης ούτε εγώ είχαμε πρόβλημα με το σκοτάδι. Μύριζε σπέρμα, απλυσιά, κάτουρο και ούζο. Έτρεξε με τα υπέροχα λεπτά ποδαράκια του σ’ ένα μπουκάλι ούζο πεταμένο, αδειανό σε μια γωνία. Η μυρωδιά έκανε τις κεραίες του να ριγήσουν. Οι δικές μου τεντωμένες. Το βλέμμα του έδειχνε ικανοποίηση. Το δικό μου τίποτα. Κι ύστερα χώθηκε σ’ ένα λερωμένο, κόκκινο δαντελωτό βρακί λίγο πιο πέρα. Εγώ ασχολήθηκα με μια καπότα κάτω απ’ το κρεβάτι. Όταν ο Γρηγόρης τέλειωσε με το εσώρουχο ήρθε να με συναντήσει. Περιεργαζόταν το γεμάτο μπαγιάτικο σπέρμα προφυλακτικό και με κοιτούσε. Η Σάσα αναδευόταν στο κρεβάτι που έτριζε πάνω απ’ τα κεφάλια μας και παραμιλούσε «Μαμά, δωσ’ μου κεράσια… σκουλαρίκια…. θα τα βάλω… δεν θα τα φάω… μαμά». Ο Γρηγόρης με κοίταξε και τα μάτια του έλαμπαν. Δεν ήταν δάκρυα. Τα υπέροχα λεπτά του ποδαράκια έτρεμαν. Τον λυπήθηκα.
«Πάμε» είπα «το επιδόρπιο στο δωμάτιο 13, στον τρίτο».
Μ’ ακολούθησε σκυφτός με κεραίες πεσμένες που σέρνονταν στο πάτωμα.
Στο 13, μια λάμπα πάνω στο τραπέζι, μια γραφομηχανή, ένας τεράστιος λεκές αίμα στη μοκέτα. Μια χαίνουσα πληγή. Κόκκινη ανοιχτή. Ένα χαρτί στη γραφομηχανή. Ένα πτώμα κατσαρίδας κάλυπτε με τον λεκέ του τέως σώματός της τη λέξη «θάνατος» στη μέση της τρίτης γραμμής.
Ο Γρηγόρης με κοίταξε στα μάτια «Εμείς θα ζήσουμε», είπε μόνο κι άρχισε να πλατσουρίζει στη μοκέτα.
Θέλησα να τον αγκαλιάσω αλλά δεν ήξερα, ακόμα, πώς.