Είδη πολλά κανένα γένος

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 19.02.20 ]

Με μάζεψες  απ’ το νερό. Δεν ξέρω τίνος ήταν το θαλάσσιο οικόπεδο που μ’ έπνιγε. Ξέρω μόνο ότι πνιγόμουν. Με μάζεψες  την ώρα που με όλη τη δύναμη της απεγνωσμένης μου ψυχής προσευχόμουνα σε ό,τι υπήρχε γύρω μου και κάτω μου και πάνω από μένα, εκεί ψηλά, να γίνω ψάρι.

Τώρα να με μαντρώσεις θες με κάγκελα και πλέγματα και κλειδαριές και να υψώσεις τείχη γύρω μου για να με χτίσεις. Χρειάστηκε γι’ αυτό να επιτάξεις έγγειες ιδιοκτησίες. Διαμαρτυρήθηκαν οι κτήτορές τους, ασφαλώς. Γι’ αυτό διαπραγματεύονται εκ νέου. Χωρίς εμένα. Όχι βεβαίως για το τι, μα για το πού. Έτσι κι εγώ την προσευχή μου άλλαξα. Πουλί να γίνω, επείγει,  και ν’ απλώσω τα φτερά και ν’ αφεθώ στον άνεμο κι όπου με πάει. Μα ούτε για την πτήση έχω σχέδιο. Δεν ξέρω πώς τον ουρανό έχετε μοιρασμένο. Ποιο ιδιοκτησιακό δικαίωμα θα θίξω πάλι. Και δεν το θέλω πια να λέγομαι άνθρωπος –δεν θα μπορούσα άλλωστε να είμαι, αφού είσαι εσύ κι εγώ είμαι άλλο, πότε πουλί και πότε ψάρι, μα πάντα βιαστής της ιερής σου ιδιοκτησίας.

Φοράς μια μάσκα που το πρόσωπό σου κρύβει και θέλεις και σε μένα μια άλλη να φορέσεις για να ξεχάσουμε κι οι δυο το γένος των ανθρώπων.

Τι προσευχή να κάνω τώρα;