(Μια παράσταση που προσβάλλει τον πολιτισμό μας)
Το έργο σε δύο πράξεις.
Συγγραφέας, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής: «πασίγνωστος ηθοποιός και σκηνοθέτης».
Παίζουν οι ηθοποιοί: 14χρονα αγόρια, απροστάτευτα προσφυγόπουλα.
Πράξη πρώτη:
Το έργο γράφεται σε μελετημένους αυτοσχεδιασμούς
Ο χρόνος διαρκεί κάποιες δεκαετίες.
Ο χώρος-η σκηνή: Το σπίτι του σκηνοθέτη. Το σκηνικό πίνακας με νεαρό αγόρι γυμνό. Η πόρτα του και οι κουρτίνες κλειστές για το κοινό της Αθήνας. Βλέπει μόνο τα νεαρά αγόρια που καταφτάνουν στη σκηνή από τους δρόμους και τις πλατείες, όπου αναζητούσαν τα όνειρά τους. Ο ρόλος τους σχεδόν πανομοιότυπος: να ικανοποιήσουν τα αδηφάγα ένστικτα του ισχυρού άντρα. « Κι εκεί στα 14 μου κλέψαν τη χαρά μου, μικρό παιδί…». Γονυπετείς θυσιάζονται στο βωμό της αυταρέσκειας του ισχυρού. Οι κραυγές του πόνου και του φόβου τους φτάνουν στο κοινό σαν ψίθυροι και φήμες που αιωρούνται, αλλά κανείς δεν είδε.
Πράξη δεύτερη:
Παίζεται σε παρόντα χρόνο
Ο χώρος-η σκηνή είναι έξω, στο δρόμο για το δικαστήριο.
Η ροή του έργου διακόπηκε απρόσμενα. Επήλθε ηχηρά η πτώση του ισχυρού αλαζόνα.
Ο σκηνοθέτης έχασε τον έλεγχο. Ξαναπαίζεται η πρώτη πράξη στη δημόσια θέα. Μόνο που τώρα το έργο το γράφουν τα τότε δεκατετράχρονα. Αφηγείται το καθένα τη δική του ιστορία. Το κοινό βλέπει το νεαρό αγόρι, γονυπετή ικέτη να ζει απροστάτευτο τη φρίκη: Ο αδίστακτος ισχυρός ασελγεί στο σώμα του και στην ψυχή του αδύναμου. Είναι αυτή η σταγόνα που θα κάνει να ξεχειλίσει η οργή του θεατή. Εκείνος ζει την ψυχολογική βία ένα χρόνο τώρα.
Ο μεγάλος «θεατράνθωπος» μεθυσμένος από την υποκριτική του διαστροφή, ικανοποιεί στο σκοτάδι του σπιτιού του τον διεφθαρμένο σεξουαλισμό του στο όνομα της αρχαιοελληνικής λατρείας και έξω απολαμβάνει τη λάμψη και τα προνόμια του εκλεκτού της εξουσίας. Είναι η καλλιτεχνική βιτρίνα της.
Το κοινό πλέον είναι το πανελλήνιον και όχι μόνο. Βλέπει και ακούει τα πάντα.
Ο άλλοτε λαμπερός αλαζόνας έγινε ξαφνικά μικρό φοβισμένο ανθρωπάκι. Μια μαριονέτα, που άλλοι πιο ισχυροί, οι άνωθεν έκοψαν τα σχοινιά και σωριάστηκε στο έδαφος. Η πτώση του θορύβησε. Δεν γίνεται οι κάτω να έρθουν επάνω και να ορίζουν την πορεία του έργου. Φωνές ακούγονται από τα «παράθυρα»: είναι ο κορυφαίος, δεν μπορεί, δεν γίνεται να σπιλωθεί, όλα είναι φήμες. Δεν υπάρχουν αποδείξεις. Ώσπου ήρθαν και οι αποδείξεις. Θέλει τόλμη να σπάσει το θύμα το φόβο και να σταθεί απέναντι στο σύστημα.
Το κοινό συνέρχεται από το σοκ, ανατριχιάζει, εξοργίζεται και απαιτεί να γίνει η κάθαρση. Ο γυμνός βασιλιάς να δεχτεί την τιμωρία: Να γίνει αυτός ικέτης γονυπετής μπροστά στο χορό των νεαρών «ηθοποιών» του. Να δει στα μάτια τις ρημαγμένες ψυχές στα σακατεμένα κορμιά. Να ακούσει την ιστορία τους. Να γίνουν άσβεστοι εφιάλτες οι κραυγές τους και ο βουβός πόνος και φόβος που κουβαλάνε σε όλη τους τη ζωή. Να μάθει ότι η λέξη παιδί σημαίνει: παιχνίδι, προστασία, αθωότητα, δικαίωμα, ιδανικό.
Οι φωνές πληθαίνουν και δυναμώνουν. Η οργή του κοινού ξεχείλισε από το ανοσιούργημα που τελέστηκε από τον ισχυρό στον αδύναμο. Οι δονήσεις είναι ισχυρές. Τρέμει το σύμπαν.
Ένας θεατής αναρωτιέται με αγωνία. Πώς θα ξαναβρούμε τη λυτρωτική μας σχέση με την τέχνη; Το θέατρο υπάρχει για να θεραπεύει και όχι για να ανοίγει πληγές.
Και ψιθυρίζει ασυναίσθητα το τραγούδι: Δος μου ένα παιδί να εξομολογηθώ…
Γκουτζιαμάνη Γιάννα