Δημόκριτος ή Ηράκλειτος; Είναι η ζωή τραγωδία ή κωμωδία;
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 03.10.22 ]Ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος συμφωνούν ότι η ζωή είναι σπαρμένη με συμφορές. Ο πρώτος όμως το διαπιστώνει θρηνώντας, ενώ ο δεύτερος γελώντας ( Ζωρζ Μινουά, Η ιστορία της κατάθλιψης, Νάρκισσος). Ποια είναι άραγε η καλύτερη στάση;
Ο Ηράκλειτος με δάκρυα θρηνούσε τη δυστυχία, την τρέλα και την ανοησία των ανθρώπων. Ο Δημόκριτος από την άλλη πλευρά, ξέσπαγε σε γέλια, όλη τους η ζωή τού φαινόταν τόσο γελοία που οι πολίτες των Αβδήρων τον πήραν για τρελό και κάλεσαν τον Ιπποκράτη (επιστολή 17) για να θεραπεύσει το φιλόσοφο Δημόκριτο από το ακατάπαυστο και φαινομενικά αναίτιο γέλιο που τον έχει συνεπάρει. Όταν ο Ιπποκράτης ήρθε στα Άβδηρα, οι κάτοικοι της πόλης συνέρρεαν γύρω του, άλλοι έκλαιγαν, άλλοι τον παρακαλούσαν να κάνει το καλύτερο δυνατό για τον φιλόσοφο. Ο Ιπποκράτης Βρήκε τον Δημόκριτο στον κήπο του, στα προάστια, ολομόναχο, «καθισμένο σε μια πέτρα κάτω από έναν πλάτανο με ένα βιβλίο στα γόνατά του, απασχολημένο με τη
μελέτη της αιτίας της τρέλας και της μελαγχολίας». Ήταν κάτωχρος και λιπόσαρκος, με απεριποίητα γένια, άυπνος και γύρω του υπήρχαν σωροί από βιβλία και νεκρά ζώα, που προόριζε για ανατομία, ενώ έγραφε συνεχώς. Όταν ο Ιπποκράτης ρωτά να μάθει τι κάνει, ο Δημόκριτος αποκρίνεται ότι γράφει ένα σύγγραμμα περί μανίας, τι είναι, πώς προσβάλλει τους ανθρώπους και πώς κατευνάζεται. Του εξηγεί ότι ο λόγος που ανατέμνει τα ζώα δεν είναι επειδή τρέφει μίσος για αυτά, αλλά επειδή αναζητά τη θέση και τη φύση της χολής καθώς το πλεόνασμά της, όπως άλλωστε γνωρίζει και ο συνομιλητής του, είναι η αιτία των ψυχικών διαταραχών. Μελετούσε, του είπε, τη μελαγχολία, από πού προέρχεται και πώς γεννήθηκε στα σώματα των ανθρώπων, με σκοπό ίσως να θεραπεύσει τον εαυτό του και για να διδάξει τους άλλους πως να τη γιατρέψουν. Του είπε ότι γελούσε με τις ματαιοδοξίες και τις αηδίες της εποχής, να βλέπει ανθρώπους τόσο κενούς, να κυνηγούν τόσο χρυσάφι, χωρίς να έχουν τελειωμό οι φιλοδοξίες τους. «Αυτά είναι πράγματα που μου προκαλούν γέλιο, όπως η φιλαργυρία, ο φθόνος, η κακία, οι ακόρεστες επιθυμίες, οι συνωμοσίες και άλλες αθεράπευτες κακίες. Άλλοι ληστεύουν τον έναν, άλλοι τον άλλον, οι δικαστές θεσπίζουν νόμους κατά των κλεφτών και είναι οι ίδιοι οι πιο αληθινοί κλέφτες.
Άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι απελπίζονται, μη εκπληρώνοντας τις επιθυμίες τους». Αν ήθελαν καλύτερη ζωή δεν θα είχαν παρά να σκεφτούν τη μεταβλητότητα αυτού του κόσμου. Αυτός που είναι τώρα από πάνω, αύριο είναι από κάτω, εκείνος που κάθεται σήμερα από αυτήν την πλευρά, αύριο εκτινάσσεται από την άλλη: και χωρίς να εξετάζουν αυτά τα θέματα, οι άνθρωποι οδηγούνται σε πολλές ταλαιπωρίες και προβλήματα. Είναι σαν παιδιά που δεν έχουν κρίση και μοιάζουν με θηρία. Και δεν αξίζουν το γέλιο όλα αυτά; Ο Ιπποκράτης τον αποχαιρετά και παραδέχεται ότι ο Δημόκριτος έχει συλλάβει την αλήθεια της ανθρώπινης υπόστασης και είναι ο μόνος ικανός να σωφρονίσει τους ανθρώπους. Ο Ιπποκράτης φεύγοντας είπε στον κόσμο ότι παρά την παραμέληση της ενδυμασίας, του σώματος, της διατροφής του, ο κόσμος δεν γνώρισε έναν σοφότερο, έναν πιο τίμιο άνθρωπο, και καθόλου τρελό.
Ο Δημόκριτος λοιπόν, ο Γελαστός Φιλόσοφος γέλαγε με τα πάντα, με το σκεπτικό ότι υπήρχε λόγος για γέλιο σε κάθε ανθρώπινη υπόθεση. Ο Ηράκλειτος... πάντα έκλαιγε. Πρώτα ο Σενέκας παρουσίασε την αντίθεση ανάμεσα στους δύο φιλοσόφους και η
προτίμησή του, όπως αυτή των συναδέλφων του Στωικών, ήταν τελικά με τον Δημόκριτο και το γέλιο. Ο Λουκιανός έμελλε να δώσει τη μεγαλύτερη κωμική έκφραση στο θέμα. Ξεκινώντας από τον Πλάτωνα, οι περισσότεροι φιλόσοφοι αντιμετώπισαν το χιούμορ με αρνητικό πρίσμα σαν να ήταν πραγματική επιθετικότητα προς τους ανθρώπους. Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία ( 388e), λέει ότι οι φύλακες του κράτους πρέπει να αποφεύγουν το γέλιο γιατί είναι κακόβουλο και προκαλεί βίαιες αντιδράσεις. «Γενικά», λέει, «το γελοίο είναι ένα ορισμένο είδος κακού, συγκεκριμένα μια κακία»(Νόμοι). Οι Έλληνες στοχαστές μετά τον Πλάτωνα είχαν παρόμοια αρνητικά σχόλια για το γέλιο και το χιούμορ. Και ο Αριστοτέλης συμφώνησε με τον Πλάτωνα ότι το γέλιο εκφράζει περιφρόνηση. Αυτές οι αντιρρήσεις για το γέλιο και το χιούμορ επηρέασαν τους πρώτους χριστιανούς στοχαστές, και μέσω αυτών τον μεταγενέστερο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Συνδυάζοντας αρνητικές εκτιμήσεις για το γέλιο από τη Βίβλο με κριτικές από την ελληνική φιλοσοφία, οι πρώτοι χριστιανοί ταγοί όπως ο Αμβρόσιος, ο Ιερώνυμος, ο Βασίλειος, ο Εφραίμ και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταδίκασαν είτε το υπερβολικό γέλιο είτε το γέλιο γενικά. Ο κανόνας του Αγίου Βενέδικτου, του πιο σημαντικού μοναστικού κώδικα, συμβούλευε τους μοναχούς να «προτιμούν το μέτρο στον λόγο και όχι το γέλιο». Όταν οι Πουριτανοί ήρθαν να κυβερνήσουν την Αγγλία στα μέσα του 17ου αιώνα, απαγόρευσαν τις κωμωδίες. Και αυτή την εποχή, η φιλοσοφική υπόθεση κατά του γέλιου ενισχύθηκε από τον Thomas Hobbes και τον René Descartes ( Λεβιάθαν του Hobbes), (Πάθη της ψυχής Καρτέσιος) που θεωρούσαν το γέλιο μόνο ως έκφραση περιφρόνησης και χλεύης. Με απλά λόγια, το γέλιο εκφράζει για αυτούς αισθήματα ανωτερότητας έναντι άλλων. Άλλοι το συναρτούσαν στην Θεωρία Ανακούφισης που εξηγεί το γέλιο ως βαλβίδα εκτόνωσης ( Shaftesbury, Spencer Dewey Sigmund Freud).
Ενώ η Θεωρία της Ανωτερότητας λέει ότι η αιτία του γέλιου είναι τα αισθήματα ανωτερότητας και η Θεωρία Ανακούφισης λέει ότι είναι η απελευθέρωση νευρικής ενέργειας, η Θεωρία της ασυμφωνίας λέει ότι είναι η αντίληψη κάτι ασυμβίβαστου - κάτι που παραβιάζει τα νοητικά πρότυπα και τις προσδοκίες μας. Αυτή η προσέγγιση υιοθετήθηκε από τους Immanuel Kant, Arthur Schopenhauer, Søren Kierkegaard και πολλούς μεταγενέστερους φιλόσοφους και ψυχολόγους και είναι πλέον η κυρίαρχη θεωρία του χιούμορ στη φιλοσοφία και την ψυχολογία. Λίγοι φιλόσοφοι, εκτός του Ακινάτη, έχουν ακόμη αναφέρει ότι το χιούμορ είναι ένα είδος παιχνιδιού. Ο Καντ μίλησε για το αστείο ως «παιχνίδι της σκέψης.
Το χιούμορ μας αποσπά από τον κόσμο του καλού και του κακού, της απώλειας και του κέρδους, από τη ματαιοδοξία και την απαισιοδοξία. Η τραγωδία αξιοποιεί τη σοβαρή, συναισθηματική ενασχόληση με τα προβλήματα της ζωής . Ενισχύει τον φόβο, τον θυμό, και τη λύπη. Με το γέλιο αναστέλλουμε τις ανησυχίες που οδηγούν σε αρνητικά συναισθήματα και απολαμβάνουμε το παράξενο αυτού που συμβαίνει. Αυτή η προοπτική είναι πιο αφηρημένη, αντικειμενική και ορθολογική παρά μια συναισθηματική προοπτική.
Η κωμωδία ενσαρκώνει μια αντι-ηρωική, πραγματιστική στάση απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής. Το τραγικό και το κωμικό είναι εν πολλοίς το ίδιο αλλά το τραγικό είναι η πάσχουσα αντίφαση, το κωμικό είναι ενδεχομένως η ανώδυνη αντίφαση…. Η κωμική σύλληψη προκαλεί την αντίφαση ή την κάνει να εκδηλώνεται έχοντας κατά νου τη διέξοδο, γι’ αυτό και η αντίφαση είναι ανώδυνη. Η τραγική σύλληψη βλέπει την αντίφαση και τις δυσκολίες ως αδιέξοδες.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γελάει και κλαίει. Το να εξηγήσεις τη φύση του γέλιου και των δακρύων, σημαίνει να εξηγήσεις την κατάσταση της ανθρώπινης ζωής γιατί συνδυάζεται κατά έναν τρόπο και με τα δύο!
Είναι εν τέλει η ζωή μια τραγωδία ή μια κωμωδία; Η στάση του Ηράκλειτου ή του Δημόκριτου;