Δεν είσαι μόνος
[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 20.07.18 ]Έδειχνε σαν τα χρόνια να είχαν περάσει από πάνω του σαν οδοστρωτήρας και τον είχαν ισοπεδώσει. Όλο το κορμί του απέπνεε αδιαφορία. Και παραίτηση. Με πρόσωπο σκοτεινό, σμιλεμένο από σπαραγμούς και χτυπήματα. Τα καστανά του μάτια υπαινίσσονταν κατακάθια θλίψης. Κι ένα θανάσιμο κενό. Σαν να μην υπήρχε τίποτα που να άξιζε να το κοιτάξει στον κόσμο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν την άγνοια και τo ψέμα από την αλήθεια. Εκείνος απαίτησε την αλήθεια απ' το γιατρό του. Απλή και αφτιασίδωτη. Λοιπόν γιατρέ; Τι δείχνουν τα κιτάπια σου; Λυπάμαι φίλε μου, πεθαίνεις. Ο χρόνος σταματημένος. Σαν να πέρασαν αιώνες. Τα πάντα ακίνητα, σαν να κρατούσαν την ανάσα τους. Δεν μπορεί ν ανασάνει, πνίγεται, νιώθει το στήθος του να παγώνει απ’ τον πανικό. Τίποτα δε μπορούσε να καταπνίξει τον απόηχο των λέξεων: Πεθαίνεις.
Πώς να εκφράσει με λέξεις τις στιγμές της πιο μεγάλης του απελπισίας; Ο τρόμος τον κάνει να ριγά και νεκρώνει τις φωνητικές του χορδές. Το χάος της ψυχής. Όλα σκοτεινά και διέξοδος δεν υπάρχει. Μια καταιγίδα, μαίνεται. Ναι, μια καταιγίδα. Τα κύματα ήταν μέσα του χτυπώντας με δύναμη τα σπλάχνα και το μυαλό του. Ο φόβος του θανάτου. Κι όλος ο κόσμος ένα μέρος σκοτεινό.
Ήταν μια οδυνηρή αλήθεια. Έπρεπε να την αντιμετωπίσει. Με το να την αρνείται δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Θα άφηνε τις αναμνήσεις του να τον κυριεύσουν. Να κυλήσουν μέσα του σαν ένα αργό, βαθύ ποτάμι. Δεν θα άφηνε τις μέρες να σέρνονται στη λάσπη. Να σκοτώσουν τον ήλιο. Και θα ζούσε τον ένα χρόνο που του απόμεινε. Ένας χρόνος. Μια άνοιξη κι ένα καλοκαίρι.
Βαδίζει αβαρής, ελευθερωμένος. Τα παράθυρα έλαμπαν γεμάτα ζεστασιά. Σαν να τον καλούσαν κοντά τους. Δεν είσαι μόνος.