Δεν είναι πάντα άνθρωπος ό,τι έχει δύο πόδια
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 05.11.21 ]Στα δυο του πόδια στέκει ορθός μα άνθρωπος δεν είναι
Τρίποδας που κουτσάθηκε, παπουτσωμένος γάτος
Καρυοθραύστης ξύλινος σου σπάει τα καρύδια
Ίσως να είναι άγγελος που στάθηκε στο πλάι
Να ξαποστάσουν τα φτερά, να δροσιστούν τα χείλη
Στα δυο του πόδια στέκει ορθός γιατί είναι μαύρος σκύλος
Τα άλλα δυο στο στήθος σου, τα δόντια στο λαιμό σου
Γορίλας είναι μαλλιαρός, το ταίρι του φωνάζει
Είναι οι γροθιές στο στήθος του ερωτικά τσαλίμια
Του αντιπάλου πρόκληση, το παρελθόν του ανθρώπου
Αρκούδα είναι με χαλκά στον άλυσο του γύφτου
Χτυπά το ντέφι και χορό στήνει τρανό, μεγάλο
Γοργόνα είναι που αγαπά και τη φωνή πουλάει
Αντί για λέπια, πόδια δυο και τέρμα το τραγούδι
Μα πες μου, ποιος αγάπησε ποτέ άφωνο ψάρι;
Στα δυο του πόδια στέκει ορθό και είναι κομοδίνο
Στηρίζεται σε πόδια δυο, δρύινα, καρυδένια
Απάνω το βιβλίο σου, τα χάπια για τις νύχτες
Θεριό φρικτό που θέλησε με άνθρωπο να μοιάσει
Σηκώθηκε σε πόδια δυο και βγήκε στο κυνήγι
Όλους τους πείθει πως κι αυτός στο είδος τους ανήκει
Κι ανύποπτοι αφήνονται στο δάγκωμα του κτήνους
Δάσκαλος, αστυνομικός, γιατρός ή δικηγόρος
Φυλάξου, θα σε πείσουνε, για ανθρώπους θα τους πάρεις
Παγώνια και ερωδιοί, γεράκια γιατί όχι;
Στα δυο τους πόδια στέκονται μα άνθρωποι δεν είναι
Να κι ένας εξωγήινος που θέλει να σε πείσει
Κρύβει το τρίτο μάτι του με ένα φαρδύ καπέλο
Τα άλλα έξι χέρια του μες σε μεγάλες τσέπες
Πιγκουινάκι προσπαθεί να σώσει το αυγό του
Ή μήπως είναι σκίουρος που τρώει ένα καρύδι;
Μια γάτα καθώς προσπαθεί να πιάσει ένα κουβάρι;
Κι ένας μικρός λεμούριος που βγήκε στη σκοπιά του;
Του Αϊ-Γιώργη το άλογο μπροστά σε μαύρο δράκο
Κι ο χειρουργός που κράτησε στα χέρια την καρδιά σου
Όλοι τον είχαν για άνθρωπο μα αυτός Θεός την είδε
Κι αφού η καρδιά σου χτύπησε πέρασε να εισπράξει
Πάπια πηγαίνει κορδωτή και πίσω τα παπιά της
Ή μήπως είναι βουλευτής που σέρνει ψηφοφόρους;
Ξέρει να τάζει, να ζητά, ξέρει και να ψηφίζει
Μα από όλα περισσότερο γνωρίζει να ξεχνάει
Όλα αυτά που έταξε και το παπί να κάνει
Ξέρει να κάνει το όχι ναι και το άσπρο κάνει μαύρο
Άμα τον φτύσεις, μια στιγμή, ανοίγει την ομπρέλα
Και με τα «θα» του τα πολλά αρχίζει παραμύθια
Τέτοια που αρέσει στους πολλούς να κάνουν πως πιστεύουν
Σέρνεται, γλείφει, πάει μπροστά, ποτέ δεν κάνει πίσω
Με την κοιλιά, τη γλώσσα του και με τα κέρατά του
Αυτοί που λες γεννήσανε κι αυτά τα καλοπαίδια
Που αν εσύ, καημένε μου, για ανθρώπους τους λογιάζεις
Την πάτησες φιλάρα μου, αυτοί είναι από τους άλλους
Με τους μαιάνδρους, τις φωνές τις άγριες, τα στειλιάρια
Που χαιρετούν περίεργα και σπέρνουνε τον τρόμο
Γιατί έχουν άλλο ορισμό αυτοί για τους ανθρώπους
Μα, αν είσαι από τους τυχερούς, εκείνους τους τρελάρες
Που δεν τους καταδέχονται οι λογικά φρονούντες
Τότε θα βλέπεις θαύματα που άλλος κανείς δεν βλέπει
Θα συναντάς τα ξωτικά, θα σμίγεις με νεράιδες
Θα έχεις άστρα φωτεινά μες σε βαθιά σκοτάδια
Αν έχεις μάτια καθαρά, αγνή παιδιού ψυχούλα
Της μέλισσας την όραση, το άρωμα του ρόδου
Θα το διακρίνεις πάντοτε, ακόμα και στη μπόχα
Αυτή, την ανυπόφορη, των έργων των ανθρώπων
Όλων αυτών που πίστεψαν πως ανθρωπιά σημαίνει
Να στέκεσαι σε πόδια δυο και να φοράς κοστούμι
Να αρπάζεις ό,τι θες εσύ δικό σου να το κάνεις
Να κλέβεις, να λεηλατείς, το ωραίο να βιάζεις
Να σμίγεις με τους δυνατούς και τους μικρούς να λιώνεις
Στηρίζεσαι σε πόδια δυο μα άνθρωπος δεν είσαι
Ένα βιτρό τρισδιάστατο, ένας σωρός γυαλάκια
Γυαλιστερά, χρωματιστά και κοφτερά στις άκρες
Με το ένα πόδι στον Θεό και το άλλο των δαιμόνων
Παράδεισο ονειρεύεσαι και κόλαση χαρίζεις
Κανένας δεν σε χάιδεψε, δεν πίστεψε κανένας
Πως θα μπορούσες μια στιγμή ένα φιλί να θέλεις
Κανένας δεν σε θέλησε ούτε αγκαλιά σε πήρε
Η μάνα που σε γέννησε άκουσε ένα ρολόι
Εκείνο υπαγόρευσε και τη δική σου γέννα
Κι ύστερα σε παράτησε σε μια νταντά θλιμμένη
Κι ούτε το στήθος σου δωσε, φοβόταν τις ραγάδες
Αν πεις για τον πατέρα σου, αυτός δεν είχε χρόνο
Δουλειές, γήπεδα, γκόμενες, ξενύχτια, καφενεία
Και στα σχολειά που πήγαινες άλλη δουλειά δεν είχαν
Να βρουν τη φαντασία σου και να την ξεριζώσουν
Για να σε κάνουν χρήσιμο και υπεύθυνο πολίτη
Σε στρίμωξαν από τη μια σε σπρώξαν απ’ την άλλη
Και στο καλούπι χώρεσες και το φοράς με χάρη
Το κοστουμάκι του καλού και χρήσιμου ανθρώπου
Αυτού που αρπάζει για να φάει και κλέβει για να έχει
Κι αν βλέπει κάτι όμορφο ευθύς το ξεριζώνει
Που σε τραβάει απ’ το νερό σε Μόριες να σε χώσει
Κι αν πάρεις μια αναπνοή του κλέβεις τον αέρα
Γ’ αυτό δεν έχει πρόβλημα να σε γυρίσει πίσω
Και αν πεθάνεις, πέθανε, αρκεί αυτός να ζήσει
Ένα βιτρό τρισδιάστατο, ένας σωρός γυαλάκια
Γυαλιστερά, χρωματιστά και κοφτερά στις άκρες
Για αυτό και δεν αγγίζεσαι, για αυτό και δεν χαϊδεύεις
Κι εγώ που σε πλησίασα κι έκανα να σε αγγίξω
Αβάσταχτα πληγώθηκα και πλήγωσα κι εσένα
Γιατί σε γνώρισα καλά και είδα στον καθρέφτη
Εκείνο που δεν ήθελα ποτέ μου να αντικρίσω
Στηρίζομαι σε πόδια δυο, μα άνθρωπος δεν είμαι
Ένα βιτρό τρισδιάστατο, ένας σωρός γυαλάκια
Γυαλιστερά, χρωματιστά με αιχμηρές τις άκρες
Για αυτό και δεν αγγίζομαι, για αυτό και δεν χαϊδεύω
Για αυτό θυμώνω και ξεσπώ, για αυτό και δεν μερώνω
Κι όλο σκαλίζω ψάχνοντας, να θυμηθώ πασχίζω
Μήπως υπήρξα κάποτε κι απλά το ‘χω ξεχάσει
Κι όλο κοιτάζω γύρω μου και να πιαστώ δεν έχω
Και να ακουμπήσω δεν μπορώ μήτε να ανασάνω
Γιατί τριγύρω είναι πολλά πλάσματα σαν εμένα
Πολλά βιτρό τρισδιάστατα με άκρα σαν ξυράφια
Δεν σμίγουν, δεν αγγίζονται, δεν νιώθουν, δεν λυπούνται
Στηρίζονται σε πόδια δυο και κάνουν τους ανθρώπους.
«Αντε γ@@@σου θα μου πεις», μα διόλου δεν με νοιάζει
Και, τώρα που το σκέφτομαι, λέω να σε ακούσω
Κάπου θα βρω ένα κορμί για αγάπη να πεινάει
Κάνε κι εσύ ό,τι μπορείς, γίνε αυτό που είσαι
Κι αν δεν με πνίξουν αγκαλιές και με φιλιά μεθύσω
Κι αν βρούμε κάτι ανθρώπινο ίσως να ανταμωθούμε