Δεν έχει θάλασσα

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 26.01.19 ]

Τις προάλλες καθώς σερφάριζα στο διαδίκτυο πήρε το μάτι μου μια ανακοίνωση από τα Αντικύθηρα. Γύρευαν, λέει, κόσμο εκεί να πάει να κατοικήσει. Ως άνθρωπος μονήρης και μονόχνοτος που είμαι, φτιάχτηκα και το ομολογώ χωρίς να κοκκινίζω -η ξετσίπωτη- έρχεται, βλέπετε, το πλήρωμα του χρόνου κι αποδεχόμαστε αυτό που είμαστε κι όπως μπορούμε πορευόμαστε. Διαβάζοντας το άρθρο η όποια ελπίδα πέθανε αργά και βασανιστικά, όπως πεθαίνει πάντα (κι αυτό είναι εξακριβωμένο πια από πολυετή παρατήρηση και εργαστηριακή μελέτη). Γιατί στα Αντικύθηρα γύρευαν οικοδόμους, ψαράδες, κτηνοτρόφους και φουρναραίους. Ούτε λέξη για γραφιάδες. Τι να τους κάνουν οι Αντικυθηριώτες όσους τις λέξεις χτίζουν;  Δεν μερεμετίζονται με λέξεις οι φράχτες και τα σπίτια. Ούτε τους βουτηχτάδες στ’ ανοιχτά της γλώσσας ήθελαν να φέρουνε γοργόνες. Δεν γίνεται ψαρόσουπα η γοργόνα όταν θελήσεις να ζεστάνεις το κορμί που ολημερίς γυρνάει στο τριανέμι. Ούτε θηριοδαμαστές των λεξικών είχαν ανάγκη. Τι να τους κάνουν; Αν το αρμέξεις το θεριό θα βγάλεις τάχα μια σταγόνα γάλα; Ή μήπως θα μας το φέρεις για σφαχτό την Πασχαλιά;

                Φούρναρης όμως; Γιατί όχι; Μήπως δεν θα μπορούσα να πιαστώ από ‘κει; Αφού κι εγώ τα βράδια δεν κοιμάμαι. Άσε και τα ένσημα που θα ‘χα στην κουζίνα αν δεν ήταν αδήλωτη και μαύρη η τόσων χρόνων εργασία μου, η πληρωμένη με κάτι μούρλια, μάνα, τα σπάει το φαΐκι άλλες φορές με μπλιαχ! Δεν τρώγεται με τίποτα. Αν είχα μια ελπίδα μοναχή ήταν εκεί.

                Ψωμί. Ψωμί. Ψωμί  πήρα να γράφω και γέμισα ολόκληρες σελίδες. Κανένα απ’ τα καρβέλια μου δεν φούσκωσε.

                Θ’ απελπιζόμουνα στ’ αλήθεια αν δεν υπήρχε εδώ στην Πίνδο ακόμα το Ντομπρίνοβο (κι ας το λένε τώρα Ηλιοχώρι) από το Διπλό βιβλίο του Χατζή. Εκεί η καφέ αρκούδα, είχα την πεποίθηση, πως δεν θα ήταν τόσο εκλεκτική.