Δε μ’ αγαπάς;

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 29.09.17 ]

 Υπάρχουν και άνθρωποι που η δουλειά τους είναι επιλογή τους. Αυτή δεν ανήκε σ’ αυτούς. Είχε τελειώσει νοσηλευτική γιατί εκεί έτυχε να «περάσει», όπως λένε. Αναρωτιόταν πάντα τι σημαίνει «περνάω». Περνάω δηλαδή μια πόρτα; Κάπως έτσι. Αυτό που βρίσκω πίσω βέβαια, είναι μια άλλη ιστορία. Δεν ήταν αδιάφορη στις σπουδές της. Απλά δεν ήταν αυτό που λέμε η «κλίση» της. Το μυαλό της έτρεχε σε άλλους δρόμους, μοναχικούς, αλλά δικούς της. Τώρα όμως προείχε η επιβίωση. Έκανε χαρτιά στο ΑΣΕΠ, και στο μεταξύ για το μεροκάματο δούλευε αποκλειστική.

Περισσότερο κι από δύσκολη, θεωρούσε αυτή τη  δουλειά, καταθλιπτική. Μπορούσε ας πούμε να αντέξει το ξενύχτι, τις ιδιοτροπίες των ηλικιωμένων, την φορές-φορές αποκρουστική μυρωδιά τους. Κάτι ανάμεσα σε σήψη, και κολόνια «Μυρτώ»-, πού τη θυμήθηκε τώρα!-, αυτή που τη χρησιμοποιούσαν για να φρεσκάρουν φρέσκα πτώματα. Όμως, η συνύπαρξη με ανθρώπους που η βραδύτητα στο λόγο, στην κίνηση, στην ύπαρξη γενικότερα ήταν ως επί το πλείστον το πεπρωμένο τους, την ενοχλούσε περισσότερο απ’ όλα. Ίσως γιατί της υπενθύμιζε το «κοινή γαρ η τύχη».

Τη μέρα εκείνη λοιπόν, την είχαν φωνάξει για έναν παππού, με εγκεφαλικό, -τι άλλο;-. Ήσυχος σχετικά ο παππούς, πού και πού κάποιο μακρόσυρτο βογκητό, όποτε τον ταχτοποιούσε. Συνηθισμένο! Ο εαυτός, ένας πόνος. Όταν  πέρασε και η τελευταία νοσηλεία, αποχώρησε και το επισκεπτήριο, χαμήλωσαν τα φώτα, άπλωσε κι αυτή τα πόδια στην καρέκλα απέναντι και προσπάθησε να βολευτεί για τη μακριά  νύχτα. Συνήθως στύλωνε τα μάτια στο ρυθμικό στάξιμο του ορού, μέχρι να βαρύνουν κάπως τα βλέφαρα και να λαγοκοιμηθεί. Και σε κάθε φωνή, βήξιμο, ή τέλος πάντων ανθρώπινη εκδήλωση πετιόταν από συνήθεια, μην της ξεφύγει κάτι.

Την ξύπνησαν όμως ομιλίες το βράδυ εκείνο. Στην αρχή νόμισε ότι ονειρεύεται. Ήταν φωνές καθαρές, ευδιάκριτες. Μπορούσε ως και ν’ ακούει το περιεχόμενο της συζήτησης. Επρόκειτο για τρεις ανθρώπους. Η γυναικεία φωνή, ήταν μάλλον στριγκή, αυστηρή, ελαφρά ειρωνική, απροσδιόριστης ηλικίας. Η αντρική πάλι, ήταν θυμωμένη. Συνεχώς, δίχως εναλλαγές. Με έναν τρόπο όμως ενός θυμωμένου παράπονου, ίσως και παράταιρου για την ηλικία που υπονοούσε, προσώπου μάλλον ηλικιωμένου. Και τέλος, -κάτι απίθανο- ,μια παιδική φωνή παρέμβαινε που και που ανάμεσα στις δυο τους. Σιγανή αυτή, σαν κλάμα, σαν ψίθυρος, σαν…

-Τι ζητάς πια από μένα! Ό,τι ήθελες στο έδωσα. Kαι ποτέ δεν είσαι ευχαριστημένη. Όλο θες το παραπάνω!

-Δε  σου ζήτησα και τον ουρανό με τ’ άστρα! Ξεχνάς πως έχεις υποχρέωση… Και ‘γω για το καλό σου μια ζωή παλεύω. Για να δεις προκοπή βρε καημένε… Βέβαια τόσος δα, ήσουν καλύτερος. Πιο υπομονετικός… Αργότερα  πήρες αέρα και δεν ξέρεις τι λες! Σε ποιον; Σε μένα που αγωνίστηκα μια ζωή για να δεις εσύ θεού πρόσωπο. Που κι από μικρό, σπρωχτό σε πήγαινα σε όλα…

-Και ποιος σου το ζήτησε; Κατέστρεψες τη ζωή μου!

Τη στιγμή εκείνη, μπήκε στη μέση της κουβέντας, το παιδικό κλάμα! Ήταν πολύ σίγουρη γι’ αυτό. Ήταν ένα κλάμα μακρόσυρτο, ήσυχο, χωρίς αναφιλητά, ή άλλες πομπώδεις εκδηλώσεις.

Και αμέσως μετά, η γυναίκα.

-Κλάψε πάλι!

Κι αυτή σκέφτηκε: Πόση ειρωνεία σε ένα παιδί! Δυο λέξεις γεμάτες ασπλαχνία.

Ύστερα,  η φωνή του άντρα. Θυμωμένη, βραχνή, οργίλη σχεδόν.

-Μια ζωή να με κοροϊδεύεις! Ποτέ δεν είπες «μπράβο!» με την ψυχή σου. Ακόμη κι όταν προσπαθούσα να σ’ ευχαριστήσω, έβλεπα στα μάτια σου το «κάτι πιο πολύ» που απαιτούσες. Το μπράβο, τις λίγες φορές που βγήκε από μέσα σου ήταν πάντα λειψό σαν την ψυχή σου!

Και ναι, δε γελιόταν! Το παιδικό κλάμα παρενέβη πάλι.

-Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι όφειλες να είσαι καλύτερος. Και να με σέβεσαι. Τα παιδιά τα κάνει κανείς για να δει «χαΐρι», όπως λένε. Εγώ αντίθετα, από σένα δεν είδα «χαΐρι και προκοπή».

-Η αχαριστία είναι το προσόν σου! Παλιόγρια φαρμακερή! (η αντρική φωνή έκανε εδώ ένα απότομο κρεσέντο. Έτσι που σκέφτηκε πως όλος ο θάλαμος, θα σηκωθεί στο πόδι). Μεγάλωσα όπως ήθελες, σπούδασα αυτό που μου επέβαλες, έμεινα ανύπαντρος, γιατί κάθε μια που σου ’φερνα σού ξίνιζε και την έδιωχνες! Φτάνει πια!

-Αν δεν ήμουνα εγώ, θα γύρναγες σε τίποτα καταγώγια! Σαν τον πατέρα σου το συχωρεμένο! Αλλά γι αυτό τον θέρισε νωρίς! Κάνεις μια δουλειά αξιοπρεπή κι όλος ο κόσμος σε σέβεται. Με τις δικές μου γνωριμίες και τα μέσα πήγες μπροστά! Αλλά βέβαια, τώρα σου ξινίζει η θέση σου στη νομαρχία… Σαν σκέφτομαι πόσες κατουρημένες ποδιές φίλησα για να την πάρεις εσύ τη θέση! Μια γυναίκα μόνη, χήρα από τα είκοσι, που για να σε αναστήσω τράβηξα τον αλλοίμονο. Για να βγάζεις εσύ μια γλώσσα ίσα με το θεό!

Για κάμποσο, τα βέλη ανταλλάσσονταν  χωρίς διακοπή, πού και πού, το παιδικό κλάμα, σιγανό, μοναχικό, αποκαρδιωμένο, μεσολαβούσε μα δε διέκοπτε, φαινόταν σαν κανείς να του έδινε σημασία.

Κάποια στιγμή ξύπνησε. Ξύπνησε; Μα ήξερε καλά πως δεν κοιμόταν. Ίσως όμως ήταν το κλάμα που δεν έλεγε να σταματήσει, που την έκανε να πεταχτεί. Κάτι συνέβαινε ασφαλώς! Αγουροξυπνημένη, να την κοιτάζει με ύφος κάπως περιπαιχτικό, διέκρινε την απέναντι συγγενή κάποιου ασθενούς, να την καθησυχάζει.

«Σε ξύπνησε και σένα; Βρε τον παλιόγερο!», και έδειξε με το δάχτυλο, το τελευταίο κρεβάτι στη γωνία, έναν ηλικιωμένο που μυξόκλαιγε σιγανά και παραπονεμένα. «Αυτά έχουμε κάθε βράδυ! Φαινόμενο παιδί μου. Παραμιλάει και παρασταίνει τρεις φωνές! Και τι καλά τις κάνει! Ν’ ακούσεις τη γυναικεία, να πάθεις την πλάκα σου. Αλλά και το κλάμα… Άκου, άκου! Σα γατί μικρό που νιάζει!»

Και άκουσε το μικρό παιδί, με προσμονή, να λέει: «Δε μ’ αγαπάς μαμά;»

*Αφιερωμένο στη Γαλλίδα φίλη από τον Πύργο,-και απόγονο του Λαμαρτίνου όπως μου ανέφερε-, που χτες αργά στο ιατρείο μου το ενέπνευσε.

**Λεξιλόγιο

 Χαΐρι: Τούρκικη λέξη που σημαίνει προκοπή

Νιάζει: Νιαουρίζει