Γυάλινος κόσμος

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 20.09.19 ]

«Ευτυχείς αυτοί πού δε συλλογιούνται...» (Φερνάντο Πεσσόα)

   Ξέγνοιασαν μια για πάντα από έγνοιες και σκοτούρες περιττές, διλήμματα δηλαδή και κόπους κι αγωνίες κι ελπίδες φρούδες πως θα αλλάξει τάχατες η ζωή κι ο κόσμος. Είναι πραγματιστές, λένε τα σύκα σύκα. Τα δυσνόητα ποιήματα τα προσπερνούν μ’ αδιαφορία. Στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις φορούν γραβάτα ατσαλάκωτη. Κάποιοι μιλούνε γλώσσες προγραμματισμού, καμαρώνουν πως είναι τεχνοκράτες, γίνονται σπουδαία στελέχη σε πολυεθνικές. Αυτό τους προσδίδει, όσο να πεις, μια άνεση, μια γοητεία, μια έλξη που όλο αυξάνει. Τους συναντάς συχνά, ίσως να μένουν στο διπλανό διαμέρισμα, κάποιοι είναι γείτονες, φίλοι φίλων, ή και συνάδελφοι στη δουλειά, μα δεν έχεις τι να τους πεις. Λυπάσαι. Είσαι μια σκια ανάμεσά τους. Οικογένειά τους είναι ο εαυτός τους κι ανθρωπότητα η ακριβή τους σάρκα. Πολλοί ανάμεσά τους ονειρεύονται ξεγνοιαστες κρουαζιέρες ή και ταξίδια στο φεγγάρι ακόμα, κι ας μην έχουν ρίξει στην πανσέληνο ούτε ματιά. Τον Οδυσσέα τον αντιπαθούν, σχεδίες και κύματα τους προκαλούν ναυτία κι αυτή η εμμονή του με την Ιθάκη τους είναι παντελώς ακατανόητη. Χίλιες φορές η Κίρκη με τα μαγικά της ξόρκια. Στο σαλόνι τους είναι πάντα ανοιχτή η τηλεόραση. Δίπλα στον καναπέ τους χάσκει μια χαράδρα γεμάτη με νεκρούς από πολέμους, προσφυγιά κι ολοκαυτώματα. Μα τα μάτια τους είναι γυάλινα. Δε βλέπουν, μόνο αντανακλούν. Φωτογραφίζονται ασταμάτητα στα social, απολαμβάνουν τον αντίλαλο της φωνής τους, ηδονίζονται απ’ το τέλειο καθρέφτισμα της εικόνας τους σε καθρέφτες νέας τεχνολογίας, εκείνους που εκπέμπουν αυτοπεποίθηση μόνο κι αστραφτερό χαμόγελο, δίχως ρυτίδες και ίχνη φθοράς. Σχίζουν σελίδες απ’ τα λεξικά, λήμματα ενοχλητικά, από α συνήθως, όπως άνθρωπος, ή από δ, όπως δάκρυ, ή από ξ, όπως ξένος, ή από ζ όπως ζωή, ή από θ όπως θάνατος. Κάθε πρωί αδειάζουν απ’ τις ντουλάπες τους σε κάδους σκουπιδιών κουτιά με παιδικά παιχνίδια και με κάτι πανάρχαιες αποξηραμένες αναμνήσεις, που δε χωράνε πια ανάμεσα στα μοδάτα κοστούμια τους.

Τα βράδια τα κουτιά ζωντανεύουν.

Βγαίνουν από μέσα βαρκούλες από πελεκούδες πεύκων, φρέσκα άνθη πικροδάφνης από σπιτικές αυλές, σκόρπιες σελίδες από παραμύθια, αυτοσχέδια όπλα από καλάμια, το ξύλινο άλογο της Τροίας κι ένας ιππότης με κομμένο πόδι, ύστερα από μάχη ηρωική. Τους κοιτούν για λίγο όλα τούτα τα ακρωτηριασμένα υπολείμματα ζωής αμίλητα και σκεφτικά κι ύστερα ξαναμπαίνουν ήσυχα ήσυχα στα κουτιά τους. Μα εκείνοι δεν ανησυχούν. Δεν κινδυνεύει από τούτα η ευτυχία τους. Αφού στο κάτω κάτω, έχουν όλα τούτα πια πεθάνει από καιρό.

Κι αυτοί μαζί τους.