«Ο πραγματικός ρεαλισμός μπροστά στη ζωή είναι να γνωρίζεις ότι το συγκεκριμένο, η γνήσια πραγματικότητα, είναι ο πόνος. Αντίθετα, η σύγχρονη φιλοσοφία υιοθετεί έναν τόνο πομπώδη, διδακτικό, λες και ο πόνος δεν υπάρχει. Ο Σαρτρ φτάνει μέχρι του σημείου να πει ότι τα βασανιστήρια αποτελούν ενδεχομένως απόλαυση για όποιον σκέφτεται ότι θα πάει στον παράδεισο, μετά το θάνατό του. Όμως, για μένα, αυτό δεν είναι διόλου αλήθεια […] Θα ήθελα να γράψω κάτι που να μπορέσει να αποδώσει την έννοια του πόνου, κάτι αληθινά τρομακτικό και απόλυτο, το ίδιο το θεμέλιο της πραγματικότητας». Αυτά έγραφε το 1969 ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς όταν αργοπέθαινε πονώντας φρικτά (Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες κι ένα τέταρτο, εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Κατερίνα Σχινά). Ήταν τότε που ήθελε να θέσει τέλος στην καθημερινή οδύνη του, αυτοκτονώντας. Τελικά, αντιμετώπισε τον πόνο γράφοντας τα «μαθήματα φιλοσοφίας…». Η φιλοσοφία ήταν το πάθος του. Παραδόξως, όμως, επιτίθετο στην άποψη του Σαρτρ που (όπως ο Ζίζεκ πιο αναλυτικά σήμερα) μιλούσε για τη λακανική «υπερ-απόλαυση» των πιστών. Ο Γκομπρόβιτς θεωρεί πως «το να υποφέρω είναι μία κατάσταση την οποία αρνούμαι και η οποία με κάνει ακριβώς να ‘’υποφέρω’’». Μόνο που του διέφευγε ότι η διαφορά με τους πιστούς είναι ότι εκείνοι δεν αρνούνται την οδύνη. Αλλά και ο Γκομπρόβιτς (ένας ορκισμένος άθεος, ή ένας θρησκευόμενος άθεος όπως θα έλεγε ο Ντοστογιέφσκι) στην ουσία συμφωνούσε με τον Σαρτρ(ή τον Λακάν), αφού η πίστη του στη φιλοσοφία τον «έσωσε» από την ψυχική κατάρρευση.
Αλλά τι είναι τα «μαθήματα φιλοσοφίας…»; Σ’ αυτά σύμφωνα με τον Φραντσέσκο Μ. Καταλούτσιο ο Γκομπρόβιτς συστήνει ένα είδος γενεαλογικού δέντρου του υπαρξισμού με κορμό τον Κίρκεγκορ, ενώ συγχρόνως παρέχει τους κώδικες κατανόησης του δικού του έργου. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι το πρώτο του μυθιστόρημα (Φερντυντούρκε, μετάφραση Τασία Χατζή, εκδόσεις Ερατώ, 1984) ήταν ένα ιδιότυπο μείγμα αφήγησης και φιλοσοφικού δοκιμίου, που πραγματεύεται τα θέματα της ανωριμότητας και του παιδισμού (ο Ζοζό είναι το ανάλγο του Πίτερ Παν) ως πολιτισμικά φαινόμενα της εποχής καθώς και της Μορφής. Η ωριμότητα για τον Γκομπρόβιτς είναι η αναδοχή της ευθύνης για τη διαχείριση της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Όμως, ο άνθρωπος υποκρίνεται την ωριμότητα ενώ στην πραγματικότητα είναι παιδί (εδώ ισχύει το περίφημο «ως εάν…»). Η ανωριμότητα στο μεγαλύτερο μέρος της επιβάλλεται έξωθεν. Αυτή η διαπίστωση του Γκομπρόβιτς είναι προφητική καθώς πολλοί χαρακτηρίζουν το σημερινό πολιτισμό ως πολιτισμό της διαρκούς νεότητας και του παλιμπαιδισμού (Μπαρμπές). Αλλά τι είναι η Μορφή; Είναι η «μάσκα που οι άλλοι μας επιβάλλουν» και που είμαστε υποχρεωμένοι να κρατήσουμε για να γίνουμε αποδεκτοί. Φαίνεται ότι ο υποδιοικητής Μάρκος που διατυπώνει την ίδια άποψη, διάβασε Γκομπρόβιτς. Ο τελευταίος θεωρεί ότι η μη αποδοχή της μάσκας που μας επιβάλλουν είναι μία μάχη «αντι-μορφής», είναι η απελευθέρωση από τις αλυσίδες του εξωτερικού κόσμου, από το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Έτσι, δικαιολόγησε και ο Μάρκος τη μόνιμη μάσκα του στον Μονταλμπάν. Δεν επιτρέπει δηλαδή στον κόσμο-καθρέφτη να του επιστρέψει μία εικόνα-είδωλο που δεν θα είναι δική του, δηλαδή αυθεντική. Υπ’ αυτή την οπτική είτε επιλέγουμε εμείς μία μάσκα είτε ο κόσμος για μας. Και γενικά είμαστε «καταδικασμένοι να παίζουμε με μία μάσκα». Γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι «ένας φυσικός ηθοποιός, το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να προσομοιώνεις τον άνθρωπο…». Η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων είναι αυτοί που έχουν «συνείδηση του τεχνάσματος», της υποκριτικής κι εκείνοι που δεν έχουν.
Αλλά τι είναι η μάσκα-μορφή; «Η Μορφή είναι αντίθετη προς το Χάος». Γι’ αυτό η τέχνη είναι το μόνο μέσο των ανθρώπων για να δώσουν λίγη αξία στη δική τους μορφή, να βάλλουν τάξη (Κόσμος) στην αταξία (Χάος). Η τάξη (του κόσμου) είναι «παρανοϊκά υποκειμενική». Οι κόσμοι είναι απεριόριστοι όπως και τα υποκείμενα που τους σκέφτονται (Ο Δον Κιχότης δείχνει ότι ο Κόσμος ως λυδία λίθος για να διαχωρίζουμε την πραγματικότητα από την τρέλα, το όνειρο από την εγρήγορση, δεν υπάρχει). Ο Δον Κιχότης ως παράδειγμα γνωστικού υποκειμενισμού «προαναγγέλλει τον Καντ». Η σημασία (ως βαρύτητα) που δίνουμε στα πράγματα είναι «πραγματική παγίδα». Από εδώ προκύπτει η βαθιά, αιμάσσουσα πληγή που είναι η σχέση υποκειμένου/αντικειμένου. «Έχω συνείδηση των σκέψεών μου, του σώματός μου, των εντυπώσεών μου, των αισθήσεών μου», είμαι Εγώ ως υποκείμενο αλλά και ως αντικείμενο συγχρόνως. Ποιο έχει την πρωτοκαθεδρία; Η Αναγέννηση που είναι ο αντικειμενισμός στην τέχνη ή το μπαρόκ που είναι υποκειμενισμός; Στον Σαρτρ ο άλλος είναι αντικείμενο (μόνο Εγώ, δηλαδή ο Σαρτρ είναι υποκείμενο). Αν ο Σαρτρ παραδεχθεί ότι (όπως ο Ρεμπώ «Εγώ είναι ο άλλος») ο άλλος είναι υποκείμενο, τότε ο ίδιος γίνεται για τον άλλο αντικείμενο, ένα πράγμα! Διχοστασία. Αδιέξοδο. Αλλά, λέμε εμείς, γιατί ο άνθρωπος να μην είναι υποκείμενο και αντικείμενο συγχρόνως; Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε από-σταση (όπως στην «κένωση του Εγώ» των μοναχών), όταν κοιτάζει «απ’ έξω» τον εαυτό του, δεν είναι αντικείμενο; Συνεπώς, ο ξένος, ο άλλος ως αντικείμενο μπορεί να είναι μέσα μας (Κρίστεβα). Αρκεί να μην είναι μόνο αντικείμενο. Δηλαδή πρέπει να ισορροπεί το υποκείμενο (Εγώ) με το αντικείμενο (το πράγμα). Με άλλα λόγια πρέπει να αγαπάμε τον εαυτό μας, όπως θα έλεγαν οι σύγχρονοι ψυχολόγοι της αυτοεκτίμησης (Ο Γκ. βασανίζεται με την απώλεια του εαυτού, το θάνατο του Εγώ-την κένωση- ως κανονιστικής αρχής του κόσμου. Μόνο που δεν γνώρισε ποτέ το Άγιον Όρος)! Ο Γκομπρόβιτς ασκεί κριτική στον μαρξισμό που επιχειρεί να οργανώσει τη συλλογικότητα με επιστημονικά, αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή «έξωθεν» (αντικειμενικά βλέπει ο γιατρός τον ασθενή, αλλά υποκειμενικά βλέπει ο ασθενής την κατάστασή του που μόνο αυτός βιώνει). Στο Χέγκελ έχουμε το υποκείμενο που είναι εξαρτημένο από το αντικείμενο (αλληλοεξαρτώνται). Αλλά το πρόβλημα στον Γκ. εξακολουθεί να είναι η αδυναμία να είσαι ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο. Αυτή η διχοστασία είναι η αιώνια πληγή.
Για τον Γκομπρόβιτς (προπολεμικά οπαδό του Φρόυντ) η ψυχανάλυση δεν συνεισφέρει στην ευαισθησία μας γιατί μας μεταχειρίζεται σαν αντικείμενα, ενώ η λογοτεχνία ως υποκείμενα ή ακόμα καλύτερα ως έργο. Αλλά η μεγάλη αντινομία παραμένει, γιατί ζούμε τόσο ως υποκείμενο όσο και ως αντικείμενο. Ο Γκομπρόβιτς θεωρεί ότι μεγαλύτερο ψεύδος είναι αυτό των ιδεολογιών και πιστεύει μόνο στη «συγκεκριμένη ύπαρξη», που δεν είναι πιστή αλλά ερωτευμένη (θαυμαστής της Σιμόν Βέιλ). «Δεν πραγματωνόμαστε στις ιδέες αλλά στα πρόσωπα». Για να καταλήξει: «Όσο πιο σοφός γίνεται κανείς, τόσο μεγαλύτερο κτήνος αποδεικνύεται»! Η φιλοσοφία για τον Γκομπρόβιτς είναι μια ιστορία συνεχών περιστολών της σκέψης. «Με τον Καντ αρχίζει η μεγάλη περιστολή της σκέψης, μια διαδικασία που διαρκεί μέχρι τις μέρες μας» ( Η επιστήμη μπορεί να μας δώσει τη σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα αλλά όχι την άμεση γνώση της ουσίας των πραγμάτων). Μας περιορίζει στον φαινομενικό κόσμο, όπου η λογική γίνεται λογική του φαινομενικού κόσμου(φαινομενολογία).
Τελικά, ποιος είναι ο ρόλος της φιλοσοφίας; Η φιλοσοφία «έχει για μένα την υπέρτατη αξία να οργανώνει τον κόσμο πάνω σε ένα όραμα. Η φιλοσοφία είναι κάτι που αρχίζει από την αισθαντικότητά μας(η ουσία numen είναι η διαίσθηση). Κάτι έχει ΣΗΜΑΣΙΑ αν μου προκαλεί απόλαυση ή οδύνη.
Λάτρης των αντινομιών ο Γκ. αναφέρεται στον Σοπνεχάουερ που έλεγε: «Ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι αυτό και το αντίθετό του. Τρελός, διαταραγμένος, ωστόσο επίσης πειθαρχημένος, ψυχρός, αυστηρός. Η τέχνη δεν είναι ποτέ ένα πράγμα μονάχα, αλλά πάντοτε αντισταθμίζεται από το αντίθετό της». Όσο για τον πολιτικό άνθρωπο, αυτός πρέπει σύμφωνα με τον Γκ. να είναι μετριοπαθής (των μέτριων θερμοκρασιών) που παραπέμπει στους «συντηρητικούς» του Κοντ. Πάντως, έκανε λάθος, όπως και πολλοί άλλοι, όταν θεωρεί ότι στις ΗΠΑ δεν υπήρξε προλεταριάτο. Υπήρξε κάτι χειρότερα από το προλεταριάτο, οι σκλάβοι!