Γιατί να μη ρωτήσω τ’ όνομά του;

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 10.09.19 ]

Δευτέρα τον είδα πρώτη φορά. Εγώ στο μπαλκόνι. Εκείνος στον δρόμο. Κάπνιζα εγώ. Εκείνος έτρεχε μ’ ένα ποτήρι νερό στα χέρια. Μου φάνηκε αστείος.

Τρίτη. Το ίδιο σκηνικό. Εγώ στο μπαλκόνι. Εκείνος στον δρόμο. Εγώ πότιζα τον βασιλικό. Εκείνος έτρεχε με το ποτήρι. Ταραγμένος.

Τετάρτη. Εγώ στο μπαλκόνι. Εκείνος στον δρόμο. Εγώ άπλωνα τη μπουγάδα. Εκείνος πρόσεχε το ποτήρι. Μη χυθεί σταγόνα. Διαταραγμένος.

Πέμπτη. Στο μπαλκόνι εγώ. Στον δρόμο εκείνος. Μια κούπα καφέ εγώ. Ένα ποτήρι νερό εκείνος.

Ανήσυχος.

Παρασκευή. Μπαλκόνι. Δρόμος. Αταραξία. Ταραχή. Χυμός πορτοκάλι. Νερό.

Σάββατο του την έστησα. Στον δρόμο. Ευλαβικά κρατούσε το ποτήρι.

«Πάω να σβήσω τη φωτιά στο δάσος» είπε.

«Καλά» απάντησα. Πώς να του πω ότι το δάσος που ’τρεχε να σβήσει είχε γίνει στάχτη;