Γιάντες
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 28.06.17 ]
Είδα τη Νίκη πάλι σε όνειρο. Είναι που φταίνε οι απουσίες που πληθαίνουν τελευταία. Είναι που ο κόσμος περνάει πλάι μου αδιάφορος. Ίσως η λύπη που μ’ ακολουθεί γκόμενα πιστή του βίου μου, με τη γεύση της σκουριάς και της αλμύρας στο στόμα.
Ήμασταν, λέει, παιδιά το ’80 και παίζαμε «γιάντες» τα μακριά καλοκαίρια του έρωτα. Βάζω φτερούγες στους ώμους, τρέχω ξυπόλητος στην αυλή να δροσιστώ στης στέρνας τα νερά. Εκείνη με κυνηγά. Σκύβει στο φιλιατρό κι η φωνή της πολλαπλασιάζεται. Μου δίνει το χαμόγελό της. Το αρπάζω. Έχασες, μου κάνει, και γίνεται ήλιος. Πυρώνομαι. Μου δίνει το χέρι της. Το σφίγγω και γίνομαι χαρταετός. Έχασες πάλι, μου κάνει, κι απόκληρος τρυπώνω στον δικό μου παράδεισο. Της σφάζω αντίδωρο ένα μισοφέγγαρο καρπούζι. «Γιάντες» μου λέει και τραντάζεται σε γέλια το φουσκωμένο στήθος της.
Το φθινόπωρο έφευγε από το νησί, και το παιχνίδι μας παροπλισμένο περίμενε ένα χρόνο, μέχρι να μεγαλώσουν τα κλωσόπουλα που είχαμε στο κοτέτσι, ενώ εγώ, στο μεταξύ, άγρυπνος μάθαινα να πολεμώ τον χειμώνα πέφτοντας πάνω σε λογής αγρίμια και πειρατές και θηρία μοχθηρά σκαρφαλωμένα στα δέντρα, και πάνω στον Σημαδεμένο που τις νύχτες έβγαινε παγανιά κι ακουμπούσε πάνω μας το παγωμένο του χνώτο. Να μην ξεχνώ, να μην ξεχνιέμαι. Κι έτσι μεγάλωσα.
Τη Νίκη –τ’ ομολογώ- ποτέ δεν την κέρδισα, ποτέ δεν την όρκισα αιώνια δική μου, ποτέ δεν κατάφερα μέσα της να ζήσω. Πάντα με τους χαμένους ήμουν. Ας είναι. Μου αρκούσε που συναντηθήκαμε.
Πιο ύστερα ήρθανε στα πάνω οι γαμάω και μού δίνανε με τη σέσουλα· «γιάντες» η αφεντιά μου. «Γιάντες» τους έλεγα κι ας έτρωγε σκόνη η μούρη μου, κι ας έχει ακόμα σημάδια από τη λάσπη που μου ’ριχναν τ’ αχόρταγα θέλω τους. Ούτε τις ήττες των άλλων ανέχτηκα να κουβαλώ στην πλάτη. Μη χάσω το στοίχημα. Παράφορα ωραίοι να μείνουμε στα δύσβατα χρόνια του μέλλοντος.
Από τότε κυλήσανε χρόνια μέχρι να την ξαναφέρει το κύμα στο απάγκιο μου και να φύγει η μέσα μου σκοτεινιά. Εγώ ονειροπιασμένος ρίζωσα στο νησί να ξοφλήσω το χρέος μου σε μια χώρα καμένη, εκείνη μίσεψε μια νύχτα στα κρυφά –μαζί με τα τραγούδια μας- για άλλες πολιτείες του Βορρά, να ξοφλήσει το δικό της. Πέρυσι. Στην παραθαλάσσια καντίνα που με κόπους έστησα. Με δυο κατάξανθα πιτσιρίκια κολλημένα πάνω της. Αύγουστο μήνα. Βυθισμένη στη σιωπή της. Μια ευδία ο ουρανός. Λιωμένο καϊμάκι τα περιγράμματα της άμμου στα υγρά δάχτυλα. Κι οι τουρίστες στη θάλασσα με αναπνευστήρα ανάσαιναν.
Παράγγειλαν, έφαγαν, ήπιαν. «Θα ξανάρθουμε» λέει με κομμένη φωνή, ενώ γκλακ ηχεί στην παλάμη μου το μισό ευρώ φιλοδώρημα από τη μικρή της κόρη. «Γιάντες» της κάνω και της χαρίζω μια ζουμερή φέτα καρπούζι. Η μοναδική δροσιά που μας απόμεινε σε τούτο το απόμερο της Πατρίδας ακρογιάλι. Να ξεδιψάμε πού και πού τις πίκρες της απουσίας μας. Μπας και μπορέσουμε -Μπόνι εκείνη και Κλάιντ εγώ- εξόριστοι να ζήσουμε έστω για μια βραδιά το ρίσκο μας. Να δραπετεύσουμε σ’ αυτό που οι άνθρωποι Παράδεισο, θαρρώ, το λένε, και Κήπο των Θαυμάτων. Ο άλλος αστερισμός του κόσμου.