Βρυγμός

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 10.02.22 ]

Βρυγμός  είπε ο οδοντίατρος. Σφίξιμο-τρίξιμο δοντιών, είπε.  «Παραλειτουργική έξη». Μία συνήθεια, που ξεφεύγει από τα όρια της φυσιολογικής λειτουργίας. Όπως να τρως τα νύχια ή να δαγκώνεις το μολύβι, είπε.  Συχνότητα 90%! Αιτία: αδιευκρίνιστη, είπε. Ίσως οφείλεται σε ψυχολογικούς παράγοντες. Η στοματική κοιλότητα είναι το πιο πρόσφορο έδαφος για να ξεσπάσει το στρες, τελείωσε.

Αυτός δεν είπε τίποτα. Δεν μπορούσε να μιλήσει, με το στόμα ανοιχτό και τα χέρια του οδοντίατρου μέσα. Δεν ήθελε να μιλήσει. Θα δάγκωνε, όμως, με ευχαρίστηση τα γαντοφορεμένα χέρια που εκτελούσαν το σφράγισμα.

Δεν είπε τίποτα. Είχε στον νου ένα διήγημα του Μάρκες για ένα οδοντιατρείο. Μια απ’ αυτές τις μέρες, ο τίτλος. Δεν του άρεσε το τέλος και το ξανάγραφε, αλλιώς. Στον νου του.

Φεύγοντας μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Τι να σου κάνω μωρέ που ’σαι πατέρας της Ινοσένσια» σκέφτηκα κι έσφιξα τα δόντια. Δεν μίλησα. Μόνο τον κοίταξα. Δε μ’ έβλεπε. Είχε φύγει. Την πλάτη του κοιτούσα. Το μαύρο ρούχο του. Θα βούλιαζα σ’ αυτό το μαύρο. Μ’ έσωσε τ’ άσπρο φουστάνι της Ινοσένσια. Πώς φουρφουρίζει όταν πηδάει το σκοινάκι. Δεν της μιλώ. Σφίγγω τα δόντια. Την κοιτώ και περιμένω το χνούδι πάνω από τα χείλη μου να γίνει ένα παχύ μουστάκι. Τότε θα πάρω τ’ όπλο του πατέρα απ’ το συρτάρι. Αυτός τι να το κάνει; Θα πάρω και την Ινοσένσια να φύγουμε μακριά. Ούτε παλιόδοντα ούτε τσιμπίδες ούτε ο πατέρας που νομίζει πως θα συνεχίσω τη δουλειά του. Δε θα καθίσω να μετράω πεθαμένους. Της έχω αγορασμένη μια γαλάζια κορδέλα να την περάσει μες στις μαύρες της κοτσίδες. Μια απ’ αυτές τις μέρες θα της τη δώσω. Όταν θα έχω ένα παχύ μουστάκι  και θα φύγουμε για πάντα από δω.

Ξέπλυνε το στόμα του. Σταγόνες στο παχύ μουστάκι του. Τις πήρε με την παλάμη. Σηκώθηκε από την οδοντιατρική καρέκλα. Ο οδοντίατρος του έδωσε μια κάρτα με το επόμενο ραντεβού. Την έχωσε στην τσέπη του. Όπως το χέρι έβγαζε, μια γαλαζωπή κορδέλα έπεσε στο πάτωμα. Δεν την πρόσεξε.

-Πόσους νεκρούς έχουμε πάλι σήμερα; ρώτησε ο οδοντίατρος.

Δεν απάντησε. Κούμπωσε το μαύρο του σακάκι κι έφυγε για το Δημαρχείο.