Βεργούλες
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 19.01.20 ]-Η αλήθεια είναι πως είμαι εγκρατής. Πάνω από τον μέσο όρο θα τολμούσα να ισχυριστώ δίχως να κοκορεύομαι. Έχω ένα σύστημα σπαρτιάτικο. Κάθε καταναλωτική σειρήνα το ξέρει πια πως είμαι ένας θεόκουφος και οι πράκτορες της αγοράς μ’ έχουν, θαρρώ, επικηρύξει με κουπόνια σουπερμάρκετ. Για όποιον μάλιστα κατορθώσει να με τραβήξει σε φωτογραφία ή σε βίντεο να παραβαίνω τις αρχές μου θα έχουν τάξει σίγουρα τριήμερο σε εμπορικό κέντρο με προπληρωμένη κάρτα. Αδιαφορώ. Βλέπεις, ελάχιστα μου είναι απαραίτητα και τα φροντίζει όλα η Ευθυμία. Η μουσική και τα αναγνώσματα είδη πρώτης ανάγκης, πιο πάνω κι από το ψωμί στη λίστα μου. Αυτά αν μου λείψουν γίνομαι θεριό ανήμερο. Με μια ζωώδη πείνα ορμάω και παίρνω δρόμους και σοκάκια ψάχνοντας τροφή. Και είμαι ολιγαρκής. Στο είπα ήδη. Το σύνθημα ενός ποιητή στον τοίχο, το παραλήρημα μιας τρελόγριας που μονολογεί στον δρόμο, ένα παιδί που παίζοντας κουτσό σιγομουρμουρίζει στιχάκια που εκείνη τη στιγμή σκαρώνει –αυτό είναι σπάνιο πολύ, κοίταξε μη το χάσεις στη βιασύνη σου άμα το πετύχεις- μπορεί να με κρατήσουνε χορτάτο μια βδομάδα. Μια φορά μάλιστα με χάιδεψε ένας ζητιάνος απαλά στον ώμο, μου πρότεινε μισή τυρόπιτα κι έκανε χώρο να μοιράσουμε και το παγκάκι. Ήταν προμήθεια αρκετή για ένα μήνα, όταν αρχίσαμε μαζί να τραγουδάμε τις «βεργούλες».
Τον άκουγα και δεν μιλούσα. Τον άκουγα όμως κι ένιωθα να ερωτεύομαι ξανά. Και μια κι ο έρωτας το ξέρω πια πως με τυφλώνει αφού προστίθεται στη μυωπία που δεν έφυγε και στην πρεσβυωπία που μου χτύπησε την πόρτα με γροθιές, κι ας μη μιλήσω για τα τσίπουρα που ’χαμε κατεβάσει (του φίλου ένεκα που κέρναγε για να γιορτάσει την ανάμνηση μιας ρωγμής), τον είχα από κοντά.
Ένα πρωί λοιπόν μπήκε στην αυλίτσα φορτωμένος με δυο τσάντες. «Σε τσάκωσα» σκέφτηκα. Η Ευθυμία, η γυναίκα του, βγήκε να τον προϋπαντήσει. Πήρε απ’ τα χέρια του τις τσάντες κι όπως τις άνοιξε
-Τι τα θελες ετούτα μωρέ Σταύρο μου; (πόσο γλυκά τον μάλωσε καθώς έβγαζε από τις τσάντες αντικείμενα μάλλον αστεία)
-Σςς Ευθυμία, να ζήσει ο βιοπαλαιστής Ευθυμία μου, να ζήσει ο βιοπαλαιστής, και της χάιδεψε απαλά τ’ άσπρα μαλλιά, κι όπως ήταν άντρας θεόρατος κι αυτή σωστό σπουργίτι την έχωσε στην αγκαλιά του, τη φίλησε στο μάγουλο και κάτι μυστικό της είπε σιγανά στο αφτί.
Τους κοιτούσα απ’ το παράθυρο, μείνανε κάμποση ώρα έτσι αγκαλιασμένοι, σαν να χόρευαν συγκινημένοι από μια μουσική που μόνο οι δυο τους άκουγαν κι ήξερα πως αυτός ο έρωτας θα νίκαγε τον χρόνο.