Βαρκούλες

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 06.11.22 ]

Στέκομαι κάθε πρωί, στην όχθη πλάι στο αυλάκι, που έρχεται απ’ τη λαγκαδιά και ποτίζει τα χωράφια μας. Φτιάχνω μικρές βαρκούλες από πελεκούδες  πεύκου, γονατίζω ύστερα την όχθη του ρυακιού, τις ρίχνω στο νερό και τις κοιτάζω μία μία, καθώς απομακρύνονται. Έχω φροντίσει να έχει η κάθε βάρκα μου μια πυξίδα, λίγη ξηρά τροφή, κατάρτι ταξιδιού σταθερό κι ένα γράμμα, δεμένο στο κατάρτι  σε φάκελο μικρό, με λίγες λέξεις. Κάθε βάρκα το ίδιο γράμμα, με τις ίδιες λέξεις απαράλλαχτες. Ούτε μία διαφορετική. Με την ελπίδα κάποιος να το πάρει, να το ανοίξει, να το διαβάσει, αν δεν πνιγούν στο μεταξύ όλες μου οι βάρκες μεσοπέλαγα.

Συνήθως, πριν πέσει ο ήλιος γυρίζω στο σπίτι. Είμαι κάπως λυπημένος. Οι βάρκες μου δεν τα κατάφεραν. Άλλες κόλλησαν στα ρηχά νερά και τις μάζεψα, παρηγορώντας τη λύπη τους κι άλλες αναποδογύρισαν μπρος στους μικρούς καταρράκτες, που σχηματίζουν πάντα τα σκαμπανεβάσματα του αυλακιού και χάσαν έτσι εντελώς τον προορισμό τους.

Στο σπίτι είναι η μάνα μου. Η μάνα μου με καταλαβαίνει. Ξέρει την καρδιά μου, βλέπει την λύπη μου. Δεν με ρωτά τίποτα. Με χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά, στο μέτωπο. «Τι θα κάνω», σκέφτεται, «με τούτο το παιδί;»

Ύστερα πιάνει να μου τραγουδάει ένα παιδικό τραγουδάκι…

«Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αααταξίδευτο...» και παρακάτω, «κι ο κλήρος πέφτει στον γενναίο...»

«Ποιος είναι μάνα ο γενναίος;» την ρωτάω. « Και πώς την αντέχει τόση μοναξιά;»