Βάλε να πιούμε

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 02.09.17 ]

Οι πρώτες μέρες, λένε, είναι κι οι πιο δύσκολες. Αγριεύεσαι σαν μπαίνεις στο μπάνιο. Ταράζεσαι όταν ανοίγεις την αποθήκη με τα σύνεργα της δουλειάς. Τις νύχτες ακούς το καζανάκι να τρέχει. Το κρεβάτι να τρίζει. Τα παπούτσια να σέρνονται στο πάτωμα. Τα δαιμονισμένα ριφ της κιθάρας. Τη βαριά του ανάσα άμα ανεβαίνει τις σκάλες. Τον τσιγαρόβηχα τα ξημερώματα. Το σκυλί που αλυχτά όταν το κλειδί μπαίνει στην πόρτα. Τις μπαλάντες του Κέιβ στο ράδιο. Τον ρόγχο του στην κλινική που τον έφερες τον τελευταίο μήνα, γιατί δεν βρισκόταν κανένας να τον προσέχει στο σπίτι. Φοβάσαι η ψυχή του μην και δεν γαλήνεψε.

Με τον καιρό, έρχεται απρόσμενα και σε βρίσκει τις πιο απίθανες ώρες. Ξαπλωμένος στον καναπέ να βλέπεις τον αγώνα της αγαπημένης σας ομάδας πίνοντας Γκίνες, στριμωγμένος στο λεωφορείο, στον δρόμο που πειράζεις τα κορίτσια, στο καφενείο του Αντώνη που παίζεις τάβλι με την παλιοπαρέα, στο μουράγιο που ρίχνεις την πετονιά, στο μπαρ που κάθε βράδυ λιώνεις, στο ταμείο ανεργίας που περιμένεις στην ουρά, στο ιατρείο που μια φορά τον μήνα επισκέπτεσαι. Ο καλύτερός σου φίλος. Ο καλύτερος φίλος που μπορεί να έχει ο άνθρωπος.

Κοιτάς το ρολόι, κλείνεις τα μάτια, τα ξανανοίγεις. Διώχνεις με το χέρι την ομίχλη που απλώνεται μπροστά σου. Κι αυτός εκεί. Ακλόνητος στη θέση του, ίδιος με τα ψηλά βουνά. Κι εσύ βιάζεσαι να φύγεις γιατί έχεις αργήσει.

Κάτσε, σου λέει, λιγάκι, να μου θυμίσεις όλα εκείνα που έζησα… κάτσε να στρώσουμε κουβέντα, έχουμε τόσα να πούμε… Είσαι για καμιά γράπα, να πιώ να πυρωθώ; Τέτοια δεν πουλάνε στα μαγαζάκια τ’ ουρανού.

Χατίρι δεν μπορείς να του χαλάσεις. Απ’ τον ώμο τον πιάνεις και στο αγαπημένο του μαγαζί αράζετε. Τι κοιτάς σαν χάνος ρε μαλάκα; θα σου πει. Βάλε να πιούμε! Μας περιμένουν άγρια χρόνια. Κι η υγρασία εκεί κάτω είναι ανυπόφορη κι η φωτιά στο παραγώνι σώνεται. Να πιούμε… να πιούμε…να πιούμε…