Αψιμαχίες

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 06.09.20 ]

Τα απογεύματα της Κυριακής έχουν πάντα μια παράξενη θλίψη. Δεν είναι η προσμονή της καινούργιας εβδομάδας με τις σκοτούρες και τους προγραμματισμούς όλα να τα προφτάσεις. Είναι η ώρα που τελειώνεις την καθιερωμένη ανάγνωση των εφημερίδων που εδώ και χρόνια εμπιστεύεσαι. Παλιά, θυμάμαι, μ’ ένα ψαλίδι έκανα κοπτοραπτική στα άρθρα που με ενδιέφεραν, μεθοδικά τα ταξινομούσα στα ντοσιέ κι άφηνα ξεκοιλιασμένες τις εφημερίδες σωρό να κιτρινίζουν στο υπόγειο.

Είναι στ’ αλήθεια στενάχωρο να σχολιάζεις τις πολιτικές εξελίξεις. Να μιλάς για τις ίντριγκες, τις ανέμπνευστες ομιλίες, τους σοσιαλδημοκρατικούς ακκισμούς, τα πισώπλατα μαχαιρώματα των κάθε λογής… διαχειριστών και νεόκοπων ηγετών. Πριν από σαράντα χρόνια –και βάλε- τέτοιες μέρες έτρεχα στα Φεστιβάλ, παθιαζόμουν, τραγουδούσα, συνθηματολογούσα ακατάσχετα, ονειρευόμουν αύριο να μπορώ να κοιτάζω στα μάτια τους μαθητές μου.

Έκτοτε βολευτήκαμε με τις αψιμαχίες, βολική φενάκη για να περνά η ώρα.

Βάζω ένα ποτήρι κρασί κι ανοίγω τα «Ποιήματα 1952-1992» του Σπύρου Τσακνιά. Με τις δικές του αψιμαχίες κι ο ποιητής παλεύει:

Αψιμαχίες

Δρόμο υποχωρήσεως δεν έχουμε κανέναν·

κάψαμε όλα τα γεφύρια μόνοι μας

από δειλία, φυσικά, ούτε κουβέντα.

Παγιδευμένοι τώρα

στα προκεχωρημένα μας φυλάκια

πλήττουμε περιμένοντας

την αποφασιστική μάχη

που όπως φαίνεται ποτέ δεν θα ’ρθει.

 

Μήτε ο εχθρός μάς καταδέχεται

μήτε κι εμείς τον προκαλούμε.

 

Διασκεδάζουμε την ανία μας

μ’ αξιοθρήνητες αψιμαχίες.