Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Απονομή τιμής
Από παλιά η συνήθεια του εορτασμού, αλλά χωρίς στεφάνια, λόγους αντιδημάρχων, εθνικούς ύμνους, επάρσεις της σημαίας και ενός λεπτού σιγή. Τίποτα βέβαια το κραυγαλέο και επίσημο. Ιδιωτικής εμπνεύσεως οι δικές του τελετές. Να, όλη τη νύχτα πολιορκούνταν από τους εφιάλτες του, πρωί πρωί σήκωνε τα πτώματα, μάζευε τα μπάζα και έβγαινε έξω για να απολαύσει την αργία της ημέρας.
Κώστας Καλημέρης
Αν το Πολυτεχνείο ήταν μυθιστόρημα
Φεύγεις! Γέρασες! Οι δυνάμεις σου σε εγκαταλείπουν!Τα πένθη, οι ήττες, οι απώλειες, κάνουν το χέρι σου να τρέμει. Αυτό που χάθηκε, αφηγείται μόνο του τον χαμό του, χωρίς εσένα!Για πάρτη σου μιλάει ένας βαρύς αναστεναγμός, αμετάφραστος. Στην πράξη, σε αυτό το Συμβάν, αυτό το πολύ οργανωμένο ανοργάνωτο, αυτή η γιορτή αυτοσχεδιασμού που ήταν το κλειδί να ανοίξει το αόρατο και να εμφανιστεί το αδύνατον της κοινωνίας, το ασυνείδητα θεμελιώδες, δεν μεταφράζεται. Πολλά μανιφέστα και αναλύσεις. Πολλές εγωιστικές διεκδικήσεις. Τόση επιπολαιότητα. Μπήκαμε όλοι και όλες σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Αν στην τέχνη και την λογοτεχνία το θέμα πλαισιωθεί σφιχτά, εξαφανίζεται ο παιγνιώδης χαρακτήρας του. Γιατί το Πολυτεχνείο ήταν πολιτικό γεγονός. Όχι όμως μόνο. Επέτρεψε να "εισέλθει" η ίδια η κοινωνία που παραμόνευε. Δεν μπορούσαμε να το δούμε τότε. Δεν θελήσαμε να το δούμε και μετά. Τίποτα δεν ζει για πάντα να μας οδηγεί. Εκεί μέσα έσπασαν τα ράμματα. Γι' αυτό τόση αμηχανία. Πώς γίνεται πολιτική ένας τόσο τυφλός αυτοσχεδιασμός; Οι επαγγελματίες της εξέγερσης! Οι Εξαιρετικοί! Γύρω και από πάνω δούλευαν γραφεία και μηχανισμοί! Οι συσχετισμοί. Ναι, σημείο συνάντησης πολλών τάσεων και συμφερόντων. Γι' αυτό το σύνθημα μετά ήταν Πολυτεχνείο Αγάπα με, όσο μπορείς να μ' αγαπάς, γιατί τι θα κάνουμε χωρίς εσένα; Όμως μας έφερε στον ορίζοντα του Άλλου, στο είναι και δεν είναι, κειμενοποίησε τον χώρο, τον παράδωσε στις ρηματικές καθηλώσεις, ενώ ήταν πεδίο σχέσεων και σιωπή που γεννούσε ερωτήματα. Μέσα στην χούντα παρουσιάστηκε ένας κλινικός χώρος, δηλαδή τόπος αναμονής, μία γλώσσα των σωθικών, εμφανίστηκε μεγαλοπρεπώς η ασθένεια της κοινωνίας. Απόλυτη πολιτικοποίηση. Μανιχαϊστικό μοντέλο. Πολιτική του Εγώ και του ασπρόμαυρου. Ο ασθενής μίλησε κι ήμασταν κι εμείς μέσα στην αφήγησή του.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Αντιγόνη Κάποια (1953-1973)
Τα τελευταία χρόνια ούτε που πατάω το πόδι μου στο Πολυτεχνείο. Βαρέθηκα και τις τσίκνες από τα σουβλάκια που σιγοψήνονται στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη και τους Αγιάννηδες που για ένα γλυκό επαιτούν την αθλιότητά τους και τους εξωκοινοβουλευτικούς υπερεπαναστάτες με τους Γκεβάρα, τους Μαρξ, τους Στάλιν, τους Μάο και τις Ρόζες να κείτονται βαλσαμωμένοι στα τραπεζάκια με τους φραπέδες και τις πλαστικές καρέκλες, υπό τη μουσική υπόκρουση της Φαραντούρη. Κυρίως βαρέθηκα να βλέπω εκείνον τον αποκεφαλισμένο χαλκόχρωμο νέο που χειμώνα καλοκαίρι παραμένει ράθυμα θρονιασμένος και γελοιωδώς ευμεγέθης σαν νταλίκα στον αύλειο χώρο του πανεπιστημιακού ασύλου· ένας αιωνίως νοστιμούλης ερωτιδέας που ερεθίζεται να παίρνει μάτι τις μαθητριούλες με τις στενές τις φούστες και τα ξεχειλωμένα ντεκολτέ που σκύβουν όλο αφελή συγκίνηση και στερημένη άγνοια να του αποθέσουν ένα μάτσο γαρύφαλλα που κάποια γυφτάκια επιδέξια αποκεφάλισαν στα πέριξ του Αρχαιολογικού Μουσείου παρτέρια τα πολλάκις κατουρημένα από τα αδέσποτα της πόλης των Αθηνών, ποζάροντας ο αθεόφοβος νεανίας με την αυταρέσκεια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στις κάμερες, οι οποίες κάθε Νοέμβρη σπεύδουν να απαθανατίσουν το ετήσιο μνημόσυνο του φοιτητικού πτώματος.
Ειρήσθω εν παρόδω, εδώ και χρόνια μια φήμη κυκλοφορεί στα μπαρ της πλατείας Μαβίλη, πως στην προτομή απεικονίζεται ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος στα πολύ πρώιμα νιάτα του, κι εγώ ένας άσχημα γερασμένος super tramp των 70’s κρυμμένος στο πίσω μέρος του ποτάδικου του Λώρα, καθώς οσονούπω ολοκληρώνεται η καθιερωμένη πορεία, κρυφακούω ιδιωτικές ιστορίες -από εκείνα τα χρόνια- των συνομηλίκων μου και σκέπτομαι την ταρίχευση της άλλης, της γριάς Ιστορίας, πίνοντας καθαρά ποτά και καταβροχθίζοντας με αδηφαγία, παρά το σάκχαρο, την σοκολατίνα, χλαπ-χλουπ, του Μικέ –σα να μην πέρασε μια μέρα.
Απεναντίας, κάθε χρόνο, τούτες τις μέρες, λοξοδρομώ, διασχίζω το Ζάππειο και μέσω της Βασιλίσσης Όλγας, παρέα με τα γυφτάκια που προανέφερα, φθάνω, τρεκλίζοντας από το οινόπνευμα, στο Μετς για να επισκεφθώ το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, κι εκεί –μες στην ιερή σιγή του τόπου- βλέπω τον Γιαννούλη Χαλεπά, άρτι απολυθέντα του ψυχιατρικού ασύλου και μισότρελο από τη μάνα του, να μαζεύει από κάτω τις ημιθανείς γόπες για να φουμάρει λίγο καπνό, ενώ με τη σμίλη στο χέρι επιχειρεί να μνημειώσει στο μάρμαρο, στον πηλό ή στον γύψο ένα παλικάρι που περιποιείται, γεμάτο χάρη και διακριτικότητα, τον παραδίπλα τάφο κάποιας Αντιγόνης (1953-1973). Ένας Άγγελος με φτερούγες στους ώμους, ένας Διομήδης με μια αδέσποτη τρύπα στο μέτωπο ή ένας τυφλός Οιδίποδας που κάθε Νοέμβρη επιστρέφει στο ρυπαρό από αφίσες και συνθήματα κτήριο της Πατησίων –υποβασταζόμενος πάντα από κάποιο γυφτάκι- για να σκουπίσει με την παλάμη του τα κόκκινα από τα δακρυγόνα μάτια της αγαπημένης του.
Γιώτα Αναγνώστου
Επετειακό
Γιορτάζω την επέτειο του ΟΧΙ. Μόνη. Ιδιωτικά. Ηλιθιωδώς. Το σπίτι κοιμάται. Το τζάκι αναμμένο. Έβαλε κρύο. Χτες έστρωσα. Μου αρέσει. Ο Yann παίζει στο πιάνο. Κάθε νότα και πυροβολισμός. ΟΧΙ, επαναλαμβάνει μονότονα η μελωδία. Πίνω ένα κόκκινο κρασί. Τρία πόδια το λένε. Μου φάνηκε περίεργο καθώς το άνοιγα. Όνομα για κρασί! Άκου τρία πόδια. Σαράντα χρειάζομαι για να τρέξω μακριά φωνάζοντας ΟΧΙ. Μια μεθυσμένη σαρανταποδαρούσα που τρέπεται σε άτακτη φυγή με σαράντα τόσες σπασμένες γόβες κουτσές και λάβαρα κουρελιασμένα. Μια γουλιά κρασί ακόμα. Μήπως και θυμηθώ πως δεν είμαι απ’ αυτούς που τρέχουν. Αυτή η σαρανταποδαρούσα ντοπαρισμένη μ’ εθνική υπερηφάνεια θέλει ΑΕΡΑ να φωνάξει και να χυθεί στη μάχη. Έχει άλλωστε πολλά πόδια να χάσει. Σαράντα τόσα τα δικά της – κι όλο φυτρώνουν κι άλλα - και τρία απ’ το κρασί. Χέρια όχι. Δεν έχει χέρια. Τα χέρια είναι ν’ αγκαλιάζουν, να χαϊδεύουν, να παλεύουν. Μαράθηκαν τα χέρια κι έπεσαν στο πλάι. Αυτά τα άκρα που κρατούν μολύβια και ποτήρια και ξεσκονόπανα, χέρια δεν είναι. Ούτε καρδιά δεν έχει. Ένα ρολόι μόνο κουρδισμένο να μετρά στιγμές και να τις σβήνει και με ρυθμό ιλιγγιώδη να ανατοκίζει των οφειλών μου το επονείδιστο. Θυμός. Οδύνη. Απόγνωση. Και στα μεγάλα ζόρια: Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών… Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου· κολληθείη η γλώσσά μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ
Γεια μας βρε! Στην κατοχή πουλήθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί. Του Μάτεσι η Ασημίνα έκοψε τα μακριά μαλλιά της κι έβαψε τα χείλη με της Σαλώμης το κραγιόν για να γλιτώσει από την πείνα τρία παιδιά. Γι’ αυτό έγινε πουτάνα.
Εσύ γιατί σκατά πουλήθηκες;
Καλό μου, μη μου δίνεις σημασία. Θα φταίει του κρασιού το τρίτο πόδι. Αλλάξανε τα πράγματα, καλό μου. Τους πουλημένους δεν τους διαπομπεύουν πια. Τώρα μονάχα τους θαυμάζουνε και τους χειροκροτούν μ’ όλα τα πόδια. Τώρα μεσουρανεί το ΝΑΙ. Και το σχολείο μου ’στειλε δήλωση υπεύθυνη για να δηλώσω, υπευθύνως πάντα, πως δεν επιθυμώ να παρελάσει ο γιος μου.
Καλό μου, μη μου δίνεις σημασία. Μόνο να γράφω ξέρω. Να βάζω στη σειρά τρία γράμματα. Να σχηματίζω μία λέξη, που δε λέω.Άραγε θα την πει ο γιος μου;
28η Οκτωβρίου;
17η Νοεμβρίου;
21η Φεβρουαρίου;
25η Μαρτίου;
Σήμερα;
Τι σημασία έχει;
Σπύρος Σιάτρας
Διαρκώς
Τα πρόχειρα σάντουιτς και οι πλαστικές σακούλες με τρόφιμα που περνάγανε μέσα χέρι με χέρι.
Τα τσιγάρα που πήγαιναν οι οικοδόμοι στην πύλη
Τα δάκρυα και η γραπατσαλωμένη αγωνία σε ροζιασμένα βλέμματα και χέρια που συνόδευαν τα «Να προσέχετε παιδιά μου, να προσέχετε!...»
Τα φάρμακα μέσα σε τσάντες κουστουμαρισμένων γιατρών και τσέπες σακακιών υπεράνω υποψίας.
Τα χειροκροτήματα των επιβατών των τρόλλεϋ στην Πατησίων.
Τα ανήσυχα βλέμματα των χαφιέδων στην γωνία της Στουρνάρη.
Η αρρωστημένη λύσσα των ακροβολισμένων σκοπευτών στο κτήριο του ΟΤΕ και στις ταράτσες γύρω πολυκατοικιών.
Τα ερωτευμένα αγκαλιάσματα κάτω από τις νεραντζιές στο προαύλιο, με τις προκηρύξεις στα χέρια.
Το μελάνι πολυγράφου στα δάχτυλα που πάσχιζαν να μην λερώσουν το ψωμί που συνωμοτικά έφερνε από την πλαϊνή πύλη το ζευγάρι των υπερήλικων ταβερνιάρηδων.
Οι πόρτες των πολυκατοικιών που άνοιγαν στα κυνηγητά.
Οι ανώνυμες προσωπικές συνειδησιακές μάχες «να μπω ή όχι», ανεξαρτήτως τελικής επιλογής.
Τα αυτιά που ήταν αγκιστρωμένα στο ραδιάκι, προσπαθώντας μέσα από παρεμβολές να μάθουν.
Τα «έχεις παιδί! Που πας;;;» που κοπάναγαν με κλάματα εγκλωβισμένης μανίας φτωχικές εξώπορτες στις Δυτικές Συνοικίες.
Εκείνα που ελάχιστοι γνωρίζουν, έξω από την κλειστή πόρτα του ραδιοφωνικού σταθμού και η για ιστορικούς λόγους αποσιώπησή τους.
Το «8» που δεν υπήρξε, που ήταν «κατασκευασμένο», που ακόμη ενοχλεί.
Η μυθοποίηση, η απαξίωση, η ενσωμάτωση, η ιδιωτική και πολιτική χρήση, η ανοχή, η σιχασιά για πρόσωπα.
Ο κόμπος στον λαιμό όσων ήταν εκεί και ακόμη θυμούνται, το βλέμμα πέρα όσων ήξεραν ή έμαθαν.
Οι λίγοι, οι ελάχιστοι που ακόμα.
Κάποιες μοναχικές φιγούρες, που στηρίζονταν σε στύλους και έκλαιγαν βουβά τα επόμενα χρόνια. Μέχρι που δεν ξαναφάνηκαν ποτέ.
Η φωτογραφία της κυρίας Σοφίας στο μπαλκόνι απέναντι, με την Ιστορία στην φωνή και την ροή του χρόνου στα πόδια της.
Οι ζωές που γιγαντώθηκαν ή εκμηδενίστηκαν μέσα σε ένα τριήμερο στην Πατησίων. Κι εκείνες που αναρωτιούνται ακόμη για όλα, πολλά χρόνια έπειτα.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Οι μαυροφορεμένες μάνες. Που ό,τι έμαθαν και όσες έμαθαν, το κράτησαν μαζί τους.
Τα πορίσματα, οι φήμες, οι συγκαλύψεις, η σπέκουλα, η λάσπη, τα ψέματα, η προπαγάνδα.
Όλα εκείνα που ακολούθησαν. Οι νέοι νεκροί. Μετά.
Οι πεθαμένοι μέσα τους. Από τότε.
Η ανατριχίλα των λίγων, κάθε φορά που περνούν από μπροστά.
Το μοναχικό κεφάλι δίπλα στην πύλη και όσα θα ήθελε να πει.
Το σιωπηλό και μοναχικό επετειακό τσιγάρο στο απέναντι πεζοδρόμιο, όλο και πιο αραιά πια. Συνήθως δυο ημέρες πριν το επίσημα καθιερωμένο λειτουργικό.
Ο ήλιος που εξακολουθεί και ανατέλλει από το ίδιο σημείο. Και δύει όποτε γουστάρει αυτός.
Η προσπάθεια να μην διαγράψω ετούτο το κείμενο.
Η ζωή που τραβάει την ανηφόρα.
Διαρκώς…