Αυτό μας αξίζει;

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 05.07.19 ]

    Μας αξίζει όμως να καθόμαστε σε μιαν ακρογιαλιά και να είναι βράδυ και η θάλασσα να είναι γαλήνια και να παρακολουθούμε ελιγμούς του φεγγαριού ανάμεσα από κάτι λεπτότατα σύννεφα που δείχνουν την άνοδο προς την πανσέληνο. Μας αξίζει μια τέτοια στιγμή. Αυτή η βαθιά ανάσα, το αλτάρι που σε πάει κι όλο σε πάει, σαν σε «Τελευταίο Ταξίδι» όπως το είπε ο Κώστας Καρυωτάκης: «Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου/ και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!/ Να ‘μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να, για να κοιτάζω γύρου/ σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα».

Μας αξίζει, λέω, να είμαστε στην πλώρη ενός τέτοιου αλαργινού αμφίπλευστου καραβιού. Στην πλώρη όμως. Κι ας ξέρουμε ότι το μπροστά και το πίσω είναι το ίδιο εύκολα, καθ’ ότι αμφίπλευστο το καράβι. Όμως η μάσκα του η πλωριά κάτω από τον φλόκο και τον κόντρα–φλόκο με τα όκια της άγκυρας «παντ’ ανοιχτά, παντ’ άγρυπνα» σα να βγήκαν από το υγρό μελάνι του Διονύσιου Σολωμού, είναι εκεί για να κοιτάζουν μπροστά. Και μας αξίζει αυτό το «μπροστά». Γιατί η άφεση στο ακρόπρωρο της ανάσας δεν είναι σπατάλη, είναι η ανάγκη για ζωή. Όχι απομίμηση, ζωή αληθινή σαν το δελφίνι που φαντάζεσαι ότι θα πεταχτεί μέχρι τον ουρανό μπροστά στα μάτια σου και θα πέσει με πελώριο παφλασμό μέσα στον υγρό χρόνο.

Και συμβαίνει. Επειδή το φαντάστηκες με όλη την ένταση της στιγμής. Επειδή μας αξίζει: ένα δελφίνι πετάγεται και πέφτει. Αυτό μόνο. Αλλά χωρίς αυτό θα ήταν σαν να μην υπάρχει ταξίδι. Θα ήταν σα να μην είχε υπάρξει ποτέ ο Κώστας Καρυωτάκης που συνεχίζει ακόμα (και δεν θα τελειώσει ποτέ) το «Τελευταίο Ταξίδι»: «Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει, / μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω, / να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι, / δίχως να ξέρω που με πας και δίχως να γυρίσω!».

Ακούς; Ακούς τον ήχο της νύχτας που δεν γυρίζει πίσω; Είναι ακριβώς ο ήχος που μας αξίζει. Είναι οι «στρόφαλοι στροφάλων» από το μεγάλο «υπερωκεάνειο» του Ανδρέα Εμπειρίκου που περνάει και πλέει για το παντού και το πάντα, είναι το πείσμα του Μανώλη Αναγνωστάκη σε εκείνο το «όχι πάλι πίσω». Α, ναι. Μας αξίζει μια τέτοια νύχτα. Μια νύχτα που υπάρχει επειδή την ονειρεύεσαι με όλα της τα όνειρα, με όλα της τα δελφίνια, με όλα της τα μαύρα φεγγάρια που ανηφορίζουν προς την πανσέληνο. Με όλο της το ένα και μοναδικό δελφίνι που θα σαλπάρει για να βοσκήσει στον μαύρο ουρανό της απελπισίας σου. Άκου: παφλασμός. Άκου: βυθός δακρύμελος. Άκου: βυθός ταραξικάρδιος. Άκου: γαλήνη. Ο κόσμος είναι στη θέση του. Δηλαδή μέσα στο όνειρό του. Αυτός είναι ο κόσμος που μας αξίζει. Αλλιώς ταξίδι δεν υπάρχει.

Αλλά τότε, προς τι ο Ελπήνορας; Προς τι ο Δον Κιχώτης; Προς τι ο Φρανκενστάιν; Προς τι η μαρτυρική άνοδος σε τόσο και τόσο Γολγοθά; Μόνο και μόνο για να δούμε μια κατασκότεινη πανσέληνο; Μόνο και μόνο για να δούμε την θάλασσα από μακρυά τόσο μακρυά ώστε να ανταλλάξουμε το όνειρο, με το όνειρο του ονείρου πως ταξιδεύουμε; Όχι κάποτε. Τώρα. Αυτό είναι λοιπόν; Έτσι θα ξημερώσουμε; Αυτό είναι που μας αξίζει; Απλώς ρωτάω…