Αυτοδικία...

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 03.08.18 ]

Μοιάζει με ηρωίδα από βικτοριανό μελόδραμα. Αξιολύπητη και βαθιά θλιμμένη. Τα μάτια της νεανικά. Το πρόσωπο σαν να πέρασε δυο πολέμους. Χήρεψε νωρίς. Με τέσσερα παιδιά. Ο μεγάλος γιος της χτυπημένος από χέρι φονικό. Στην αγκαλιά της ξεψύχησε. Η απώλεια είναι κι αυτή κομμάτι της ζωής αλλά ο χαμός ενός παιδιού κάνει τον κόσμο ένα μέρος σκοτεινό. Σαν να έλειψε ένα μικρό φωτάκι που τον φώτιζε. Τα βράδια έψαχνε μέσα της. Σκεφτόταν, συλλογιζόταν, ζύγιαζε. Σκλήθρες αδικίας, δυσαρέσκειας και πίκρας μπήγονταν πάνω της. Στο δικαστήριο. Εκεί θα τον βρει το φονιά. Να αποδώσει τη δική της δικαιοσύνη. Κάθε μέρα ισορροπεί στο χείλος της αβύσσου.

 Κι είναι μια μέρα ζεστή και υγρή. Βαριά από μολυβένια σύννεφα. Μια βαριά ζέστη, ξαπλωμένη τεμπέλικα πάνω στα πάντα. Και τον βλέπει. Mε χειροπέδες, λίγο ταλαιπωρημένο. Αλλά ζωντανό. Ζωντανό και το παιδί της μετράει τρία χρόνια μες το χώμα.

Κάτι τεράστιο και μαύρο μέσα της εξερράγη. Πλημμυρίζοντας το κεφάλι και τα σωθικά της. Τα χέρια της έτρεμαν. Έτρεμαν και πονούσαν. Ένας άλλος πόνος ήταν σφηνωμένος στο λαιμό της. Πάσχιζε να μην τον καταπιεί. Μια βαλβίδα άνοιξε κάπου και σαν χείμαρρος που σπάει το φράγμα άρχισε να ρέει η οργή. Γέμισε το κορμί της. Μια πυρακτωμένη οργή που χτύπαγε σε κάθε της κύτταρο. Οργή. Την ένιωσε μέσα της. Την ένιωσε σαν οξύ στη γλώσσα της. Είναι η οργή που όπλισε το χέρι της.

Δεν στεκόταν πια στο χείλος της αβύσσου. Το χάσμα την είχε καταπιεί εδώ και ώρα. Όλα ήταν όπως πάντα αλλά εκείνη δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Τίποτα απ’ όσα έβλεπε δεν ήταν πια γνώριμο. Ήταν και κείνη μια φόνισσα. Η παγωμάρα που την τύλιξε έμοιαζε με επώδυνο κέντρισμα. Έκοψε τη σάρκα της. Βρήκε μια απόμερη γωνιά και κάθισε ανακούρκουδα. Στη γωνία της απόλυτης τιμωρίας.

Πώς μπορούσε να κάνει αλλιώς; Ούτε τα άγρια θηρία δεν εγκαταλείπουν τα μικρά τους.