Αρκεί να έρθει
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 30.01.22 ]Αν κάποια, χειμωνιάτικη, στιγμή στη ζωή σου έχεις πέσει μπρούμυτα στο χώμα∙ κι αν αυτή τη, χειμωνιάτικη, στιγμή εσύ με δέος και φόβο και έκσταση και αγωνία και ευλάβεια εν τέλει με το αυτί στο χώμα κολλημένο άκουγες την άνοιξη να ετοιμάζεται υπόγεια, το τρίξιμο των σπόρων και το σούρσιμο των σκουληκιών, την Περσεφόνη να προβάρει στον καθρέφτη του Άδη τα φουστάνια της τα λουλουδάτα, τα αέρινα, τον Κέρβερο να χασμουριέται στα πόδια της κυράς του∙ κι αν ένιωθες βλαστάρια να τρυπώνουνε στ’ αυτί σου και να βγαίνουν από τα ρουθούνια και το στόμα σου και φυλλαράκια να χαϊδεύουνε τα μάτια, τότε μπορείς να συνεχίσεις την ανάγνωση. Αν πάλι όχι, σταμάτα εδώ, βρες κάτι άλλο που να σου ταιριάζει περισσότερο, κάποια δουλειά θα έχεις σίγουρα να κάνεις, κάνε την, μη νοιάζεσαι, καλή καρδιά και κοίτα να ντύνεσαι καλά.
Αν τώρα συνεχίζεις να διαβάζεις ξέρεις πως νιώθω. Ίσως κι εσένα ο ίδιος τρόμος να σε διακατέχει αν κόλλησες κι εσύ τ’ αυτί στο χώμα και πρόσμενες εκστατικός ν’ ακούσεις την ίδια ιεροτελεστία και τίποτα δεν άκουσες. Χειμώνας μοναχά στα αυτιά, στα μάτια, στα ρουθούνια και στο στόμα σου και κάτω εκεί, στο χώμα, τίποτα. Κι όμως ακούς καλά, γιατί το σπουργιτάκι που ‘ρθε να σου ζητιανέψει ψίχουλα μια χαρά το άκουσες και το νιαούρισμα της γάτας στον σκουπιδοτενεκέ, καμπάνα, ως και το τελευταίο φύλλο από το δέντρο που μενε πεισμωμένο εκεί κι αντιστεκόταν, κι αυτό το άκουσες να πέφτει ηττημένο, απαλά, σαν το φτερό μιας πεταλούδας που κουράστηκε. Κι άκουσες, ασφαλώς, της Δήμητρας τον θρήνο στην πέτρα την αγέλαστη κουκουβισμένη και τον Κέρβερο να αλυχτάει τόσο δυνατά που βούλωσες τ’ αυτιά με τρόμο, μα πάλι ήρθε ο ήχος των κερμάτων που έπεφταν μες στο σακούλι του βαρκάρη κι ύστερα τα κουπιά που ανασαλεύανε για λίγο μόνο τα νερά κι έπειτα τίποτα. Και το κατάλαβες ότι θα τράβαγε πολύ ετούτος ο χειμώνας και ντύθηκες καλά, χωρίς να χρειαστεί να σου το πω, κι έριξες το σημείωμα στην τσέπη μου και διπλοκλείδωσες και σφράγισες τις χαραμάδες για να μην βρει ρωγμή και να τρυπώσει αυτός ο άθλιος ξοπίσω σου.
Μα εγώ συνέχιζα τα πίστομα στο χώμα, να διαολίζομαι που δεν ακούω κι όλο και πιο βαθιά να χώνομαι, μην υπολογίζοντας διόλου πόσο ρίσκαρα μια εσωτερική έκρηξη λόγω καλπάζουσας κλειστοφοβίας, που ήδη έρρεε μέσω του δικτύου των φλεβών και των αρτηριών μου με στόχο προφανή την απροσάρμοστη αυτή αντλία που δούλευε στο φουλ. Κι ενώ ήμουνα συγκεντρωμένη στη μάταιη αυτή αποστολή (θέλει συγκέντρωση απόλυτη το μάταιο), ν’ αφουγκραστώ το θαύμα και τίποτα δεν άκουγα, «θα ‘χω πεθάνει» σκέφτηκα «Συμβαίνει». Και τότε βήματα παιδιών που πλησιάζαν και τραγούδια. Λέγανε για την Αλκυόνη που κατάφερε και γέννησε στα βράχια, για της Πρόκνης το γλυκύτατο κελάηδημα τις νύχτες (αυτό που λεν πως δεν υπάρχει αν κανένας δεν τ’ ακούει – άστους να λένε), για τη Φιλομήλα που γοργόφτερη θα επιστρέψει για να φέρει από μακριά μια εποχή ολοκαίνουργια και όμορφη, εκείνη που τον βάρβαρο χειμώνα μια για πάντα θα τον διώξει.
Δεν μου είπαν τ’ όνομά της. Ούτε και πόσο θα πρεπε να περιμένω. Μα τα πίστεψα.
Κι όπως δεν είχα πια δυνάμεις να με βγάλω από το χώμα, αφού μπορούσα πράγματι να ήμουν πεθαμένη -συμβαίνει άλλωστε συχνά κι αν ρίξεις μια ματιά τριγύρω, θαρρώ, δεν θα με βγάλεις ψεύτρα - σκέφτηκα να σου στείλω ένα ρόδι. Και θα το έκανα, αλλά δεν αγαπάω σαν τον Πλούτωνα, μόνο αλλιώς.
Αν συνεχίζεις μέχρι τώρα να διαβάζεις –δύσκολα εξηγούνται κάποια πράγματα, δεν τα λιανίζεις όλα- να ξέρεις πως γελώ τα πίστομα δω χάμω. Γιατί είμαι σίγουρη ότι μου τα ‘χεις όλα καταγράψει με ακρίβεια, σ’ εκείνο το σημείωμα στην τσέπη. Μα δεν με νοιάζει να το μάθω τ’ όνομά της ούτε το πότε θα ‘ρθει αυτή η ολοκαίνουργια εποχή. Αρκεί μονάχα να έρθει. Να τη χαρούνε τα παιδιά, μου φτάνει.