Αργότερα Θάνο, αργότερα…

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 29.12.19 ]

  Δεν ξέρω. Αυτό είναι. Δεν ξέρω ούτε τι να κάνω, ούτε τι να πω. Πριν λίγο εμφανίστηκε αλαφιασμένη η Ευγενία στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας: πέθανε ο Θάνος Μικρούτσικος. Και ξαναμπήκε κλείνοντας την πόρτα.

Έχει περάσει λίγη ώρα κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω. Σκέπτομαι, μόνο, πως αργότερα θα πενθήσω. Μπορεί και να με πιάσουν τα κλάματα. Τώρα δεν γίνεται. Μπροστά στην καταστροφή δεν υπάρχει πένθος, γιατί ακόμα δεν έχει μπει μπροστά ο μηχανισμός που λέγεται ένστικτο επιβίωσης. Μπροστά στην καταστροφή υπάρχει μόνο το πελώριο βίωμα της αμηχανίας, το κατασκότεινο ερώτημα: Και τώρα; Και τώρα Θάνο; Αυτό το σκόρπιο εγώ που δεν αναγνωρίζει το αδιερεύνητο, μήτε τα σήματα πορείας… που βλέπει τις «Γραμμές των Οριζόντων» να καταστρέφονται και τον «Σταυρό του Νότου» να φλέγεται σε Αχερούσια πτώση.

Δεν ξέρω τι να πω λοιπόν. Γιατί δεν ξέρω ούτε που πατώ, ούτε πού πάω. Αργότερα, όταν θα βρω και πάλι τα πατήματά μου (γιατί εσύ μας το έμαθες: πάντοτε να βρίσκουμε τα πατήματά μας και να προχωράμε), νομίζω ότι θα καταφέρω να σε πενθήσω. Τώρα δεν γίνεται. Μοιάζει τόσο παράφωνος ο θάνατος και τόσο παράχορδη η απώλεια, που μήτε το δάκρυ μπορεί να βρει το δρόμο του.

Τώρα είναι ξανά Γενάρης του 1977. Και είμαι καρφωμένος στη θέση μου στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, κουβαλώντας όλη την ιερότητα της πρώτης νιότης και της πρώτης ελευθερίας, έχοντας φύγει από την πατρώα και μητρώα συνθήκη, κάθομαι λοιπόν και της κρατώ το χέρι και παρακολουθώ έκθαμβος το «Φουέντε Οβεχούνα». «Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο η οργή του λαού» τραγουδάει η Μαρία Δημητριάδη.

Και με ταξίδεψε, Θάνο αυτό το ποτάμι. Κι ακόμα ταξιδεύω. Και τώρα ξέρω πως δεν θα σταματήσω να ταξιδεύω. Μαζί μ’ εκείνο το βράδυ στο Θέατρο Μακεδονικών Σπουδών. Μαζί με όλα τα βράδια από τότε. Κι ας πέρασαν πολλά περισσότερα χρόνια από δέκα όταν το μεθυσμένο κορίτσι μου είπε σ’ αγαπώ. Κι ας έρχονται στιγμές που μάταια ψάχνω «το στρατί που πάει για το Ντεπώ». Έτσι κι αλλιώς, πάντοτε «κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη». Κι εμείς συνεχίζουμε το ταξίδι μας προς τα κει. Μαζί. Όσοι. Όσοι, θέλω να πω, δεν θεωρούμε «την ζωή ήδη βιωμένη».

Έτσι δεν είναι, Θάνο; Μη μου απαντήσεις τώρα. Τώρα μας σκεπάζει η βουή του ποταμού. Τώρα καταλαβαίνουμε πόσο ορμητικός είναι ο Αχέροντας. Αργότερα λοιπόν, Θάνο. Αργότερα, μου απαντάς. Όταν καταφέρω να σε πενθήσω. Αν καταφέρω…