Απόδραση

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 27.07.20 ]

Κατά βάθος δεν είχε αλλάξει. Είχε παραμείνει εκείνος ο ίδιος έφηβος που με μια μπάλα του μπάσκετ στο χέρι αλώνιζε κάποτε τα γήπεδα του δήμου, απογεύματα του καλοκαιριού συνήθως με συμφοιτητές και φίλους, σημαδεύοντας με ευστοχία μοναδική τα καλάθια, γλεντώντας μια λαμπερή νιότη, που έμοιαζε αιώνια. Κι όταν έλιωνε κάτω απ’ τα πόδια τους το τερέν κι οι αντοχές εξαντλούνταν, ακολουθούσε βόλτα συνήθως, κουβέντα και μπυρίτσα σε κάποια κοντινή παραλία, του Άλιμου συχνότερα, ή της Βουλιαγμένης. Ο ίδιος όψιμος έφηβος είχε παραμείνει μέσα του κι ας πλησίαζε τα τριάντα κι ας μη θυμόταν πού είχε καταχωνιάσει εδώ και κάποια χρόνια εκείνη τη μπάλα. Γιατί εδώ και κάποια χρόνια τερέν είναι γι’ αυτόν το μεγάλο γραφείο της εταιρείας που δουλεύει μαζί με τρεις ακόμα συνεργάτες, μπροστά απ΄τα φιμέ τζάμια που του κρύβουν τον ήλιο, τον κόσμο, τη ζωή, την ψυχή του, την ελεύθερη σκέψη του. Πτυχίο πολυτεχνείου, μεταπτυχιακό στα οικονομικά και στην ενέργεια, επαγγελματική εμπειρία στην Ολλανδία, βιογραφικό ζηλευτό. Από απλός υπάλληλος-συνεργάτης, μάνατζερ τώρα και, ποιος ξέρει, πάρτνερ αργότερα…

Τα τηλέφωνα χτυπάνε συνέχεια, τα μέιλ πέφτουν ασταμάτητα, οι υποθέσεις πιέζουν. Ειδικευμένος στο consulting, έχει γίνει απαραίτητος σε όλους τους πελάτες που ζητάνε τα φώτα του. Μισή ώρα μόνο διάλειμμα το μεσημέρι για φαγητό, ανάγνωση εφημερίδων, ενημέρωση για τη νέα νομοθεσία κι ύστερα πάλι κολλημένος στην καρέκλα, να κοστολογεί, να συμβουλεύει, να προτείνει συμφέρουσες επενδυτικές επιλογές, να πιέζει τους νέους υπαλλήλους.

Είναι κάτι εβδομάδες τώρα που παίρνει δουλειά και στο σπίτι. Δεν προλαβαίνει τον όγκο των υποθέσεων στο γραφείο κι η εταιρεία τον πιέζει αφόρητα. Η τηλεργασία είναι το νέο εργαλείο, η μεγάλη ανακάλυψη, το δώρο του αχόρταγου εργοδότη, για κείνον όμως βαρίδι ασήκωτο. Τα βράδια, όταν επιτέλους ξεμπλέκει, διαβάζει τον Επίκουρο. Μπαίνει στον κήπο του κι αποζητά με πάθος την «παρέκκλιση από την ευθεία», αυτή την «τυχαία κίνηση των μορίων που δημιουργεί την ποικιλότητα». Χαμογελά ήσυχα, για λίγο ξεχνιέται. Μα ως εκεί.

Το πρωί φεύγει τρεχάτος, σαν μελλοθάνατος. Στο γραφείο δέκα καινούριες υποθέσεις τον περιμένουν κι άλλες τόσες άλυτες εκκρεμότητες. Ο προϊστάμενος απ’ το διπλανό γραφείο τον κοιταζει βλοσυρά. Κι η παραμικρή καθυστέρηση τον ενοχλεί. Ανταποδίδει κι εκείνος το ίδιο ανέκφραστα και γυρνάει βιαστικά το βλέμμα στον υπολογιστή του. Όσο ήταν φοιτητής, του άρεσε θυμάται η πυγμαχία. Τρέξιμο πρώτα δίπλα στη θάλασσα κι ύστερα ατέλειωτη προπόνηση στα ρινγκ. Η γροθιά του ήταν ατσάλι…Πνίγεται… Χαλαρώνει λίγο τη γραβάτα που του σφίγγει σα βρόχος το λαιμό κι αναρωτιέται -έκπληκτος είναι η αλήθεια- αν η γροθιά του έχει ακόμα την ίδια δύναμη. Κι ύστερα, εντελώς ασυναίσθητα, σαν υπνωτισμένος, σηκώνει το χέρι και το κατεβάζει με δύναμη στο γραφείο. Θρύψαλα το τζάμι, ως το διάδρομο έφτασαν τα γυαλιά.

Εξω στο δρόμο έπιασε ξαφνική βροχή. Μα ούτε που τον νοιάζει. Το μόνο που τον νοιάζει, έτσι καθώς τρέχει και ποτίζεται απ’ τις ευεργετικές σταγόνες της, είναι να θυμηθεί σε ποια γωνιά του σπιτιού έχει καταχωνιάσει τη μπάλα του.