Από τον υπέροχο Γκάτσμπι στον Στέφανο Κασσελάκη

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 26.09.23 ]

Ένας άγνωστος νέος με ισχνό πολιτικό λόγο, εκτός των αριστερών κωδίκων, με μία εκστρατεία λίγων ημερών κατέλαβε την ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο νέο-νάρκισσος, ο «αυτοδημιούργητος» υπέροχος Γκάτσμπι των κοινωνικών δικτύων αντιπαρατέθηκε στους «βαρώνους» των μηχανισμών, στους παραδοσιακούς νάρκισσους που συντηρούν (όταν δεν λειτουργούν υπονομευτικά) την ακινησία προκειμένου να διατηρούν τις πολιτικές τους «θέσεις» (τις κομματικές βαρωνίες), και τους νικά κατά κράτος. Αυτό μέχρι σήμερα συνέβαινε μόνο στην (ακρο)δεξιά (Τραμπ, Μπολσονάρου, Όρμπαν…). Τώρα συμβαίνει και στην «αριστερά»(εντός εισαγωγικών).

Ο νέος επικοινωνιακός και μεταπολιτικός πολιτισμός παρουσιάζει τον Έλληνα πολιτικό εκπρόσωπό του.

Ο νέο-νάρκισσος δεν καθρεφτίζεται στα κομματικά κάτοπτρα, αλλά στα «κάτοπτρα» των κοινωνικών δικτύων, εκφράζοντας την ναρκισσιστικοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας. «Δεν είμαι φαινόμενο, είμαι η φωνή της κοινωνίας» είπε στην επινίκια δήλωσή του ο κ. Κασσελάκης. Μόνο που δεν είναι η «φωνή» αλλά η εικόνα της ναρκισσιστικής μας κοινωνίας, θα διόρθωνα.

Οι συνέπειες του ναρκισσισμού (άλλοι μιλούν για υπερ-ατομικισμό) είναι εμφανείς πλέον παντού. Για να «επιτύχεις» επαγγελματικά, πολιτικά ή στην ιδιωτική σου ζωή, πρέπει να εκτεθείς, να προβάλλεις το εικονοποιημένο αφήγημά σου μέσω των κοινωνικών δικτύων, του τικ-τοκ, της τηλεόρασης κ.α..

Όλα είναι επικεντρωμένα στο ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ, στην ΕΙΚΟΝΑ, την οποία όχι μόνο ο πολιτικός αλλά και ο καθένας οφείλει να αυτοπροωθήσει, ακόμα και σε βάρος της αλήθειας, ακόμα και σε βάρος του άλλου…

Ο κοινωνικός ανταγωνισμός, η σύγκριση, η αναγνώριση και το κύρος, μετρώνται πλέον με τον αριθμό των Likes και των «φίλων» ή των «ακολούθων».  Εσχάτως και των ψήφων.

Ο 35χρονος  πολιτικός  ψηφίζεται  όχι μόνο από αυτούς/ες που θέλουν να τιμωρήσουν τους υπονομευτές του Τσίπρα, αλλά και  από εκείνους/ες που επιδιώκουν  το «ξεμπλοκάρισμα» της πολιτικής διαδικασίας από τους παραδοσιακούς κομματικούς μηχανισμούς και τους βαρώνους τους.  Δείχνει  δηλαδή ότι κάθε συριζαίος μπορεί να γίνει «αρχηγός»  μέσω των κοινωνικών δικτύων και πέραν των κομματικών μηχανισμών.

Υπ’ αυτή  την οπτική ο νεαρός πολιτικός (και μαζί βεβαίως ο Αλέξης Τσίπρας) «ξεμπλοκάρει» το πολιτικό σύστημα, εκφράζοντας έτσι την προϊούσα «ναρκισσιστικοποίηση της κοινωνίας».

Ο καθένας τώρα μπορεί να γίνει πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ  αλλά και της ΝΔ, υπερνικώντας την κομματική γραφειοκρατία. Το ναρκισσιστικό «όνειρο» είναι εδώ, όπως και ο μύθος του american dream όπου ο καθένας μπορεί να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ (αρκεί βέβαια να βρει κάποια πολλά εκατομμύρια δολάρια στο δρόμο, όπως έλεγε ένας Αμερικανός υποψήφιος πρόεδρος)

Οι ΠΑΝΩ και οι ΚΑΤΩ ΝΑΡΚΙΣΣΟΙ

Στο βιβλίο «Homo americanus» επισημαίνω ότι στις ΗΠΑ έχουμε δύο «επιστροφές»:

Οι Δημοκρατικοί επιστρέφουν στην δεκαετία του 1960, στην εποχή της μεγάλης κινητικότητας των μεσαίων τάξεων, προκειμένου να αντλήσουν από εκεί πολιτικά επιχειρήματα.

Αντίθετα, οι Ρεπουμπλικάνοι επιστρέφουν στη δεκαετία του 1920, την εποχή του υπέρμετρου πλουτισμού και του «υπέροχου Γκάτσμπι». Ο τελευταίος -τηρουμένων των αναλογιών- με τη βοήθεια των νέων μέσων επικοινωνίας εκφράζει τον παθολογικό ναρκισσισμό ενός νέου ανθρωπότυπου. Για την ακρίβεια δύο ανθρωπότυπων: Του ανθρωπότυπου που αντιστοιχεί στα διευθυντικά στελέχη (των CEO, chief executive officer, ιδιοκτήτες-μεγαλομέτοχοι των μεγα-εταιρειών) και των πολιτικών ηγετών, δηλαδή των «πάνω». Ενώ από την άλλη πλευρά είναι οι «κάτω», το μεγάλο πλήθος των μικρομεσαίων αλλά και των εξαθλιωμένων ομοίως νάρκισσων στην αθλιότητά τους, καθώς επιθυμούν κι αυτοί να είναι "βασιλιάδες", όπως εκείνοι του Ζενέ, που αντί κορώνας βάζουν στο κεφάλι τη μασέλα τους!

Οι “πάνω” είναι οι Her Omnes (οι Κύριοι Όλος ο Κόσμος), όπως αποκαλούσε ο Φρ. Κάφκα τα τεράστια Εγώ, τα κοσμο-εγώ. Είναι αυτοί για τους οποίους μιλάει και ο Ντελίλο στο μυθιστόρημα: Κοσμόπολις, (εκδόσεις Εστία). Είναι ο Έρικ, ο πολυεκατομμυριούχος χρηματιστής, του οποίου ο Εαυτός ισούται με όλον τον κόσμο: Πίστευε, ότι «Με το θάνατό του δεν θα τελείωνε ο ίδιος. Θα τελείωνε ο κόσμος»! Ο Έρικ είναι όπως τα τεράστια κελύφη, τα ακόρεστα Εγώ, που ότι κι αν κατασπαράζουν παραμένουν αδειανά. Μπορεί να ικανοποιήσει, όπως στο «Παιγνίδι του καλαμαριού», κάθε του επιθυμία, ακόμα και να σκοτώσει, βάζοντας τους άλλους να αλληλοσκοτωθούν. Αλλά επειδή ακριβώς μπορεί να ικανοποιεί κάθε του επιθυμία, δεν έχει πλέον επιθυμία, κανένα παιγνίδι δεν τον συγκινεί, καθώς πάσχει από έλλειψη συγκίνησης, από απώλεια νοήματος, γι’ αυτό και από έλλειψη ορίων και ηθικής. Γι’ αυτό καταστρέφει για τη νίκη, για το παιγνίδι.

Αυτοί είναι οι «θρύλοι», που έχουν ανατραφεί από λύκους, με μόνη πίστη τους την «πληροφόρηση» (τα data) και το Χρήμα. Όλα γι’ αυτούς είναι μετατρέψιμα σε κυματιστές αράδες πληροφοριών και Χρήμα. Το σώμα, η ψυχή, όλα συρρικνώνονται σε μία δομή πληροφοριών. Όλα πωλούνται κι αγοράζονται. Το παν είναι η σκέψη, το παιγνίδι με τη σκέψη, η σκέψη έξω από τα όρια, η επίθεση στα όρια της αντιληπτικής ικανότητας, η σπέκουλα στο κενό, το παιγνίδι στο χάος, ένα  «Squid Game», ένα στοίχημα, και τελικά το χρήμα…

Σ’ αυτό το περιβάλλον διαμορφώνονται οι «μεγα-νάρκισσοι», οι παθολογικοί νάρκισσοι. Αυτοί που χρειάζονται οι σύγχρονες επιχειρήσεις και εσχάτως και τα πολιτικά κόμματα. Είναι οι «αυτοδημιούργητοι» νέοι «Γκάτσμπι», αυτοί που θυσιάζουν την αληθινή τους προσωπικότητα και αναπτύσσουν ένα «faux self», έναν προσωπικό μηχανισμό που υιοθετεί συμπεριφορές, που η επιχείρηση ή οι πολίτες (οπαδοί) περιμένουν απ’ αυτούς. Μαθαίνουν να βιώνουν την εργασία σαν σπορ, όπου το ουσιώδες είναι η νίκη, με μόνο στόχο να νικήσουν τον αντίπαλο, προσαρμοζόμενοι σαν τον χαμαιλέοντα, υπερβαίνοντας διαρκώς τα όριά τους, κινούμενοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, φθάνοντας στο σημείο να ξεχάσουν ακόμα και την αληθινή προσωπικότητά τους και να γίνουν «άλλοι», αυτοί που θέλουν οι επιχειρήσεις και το άτεγκτο «πνεύμα» της οικονομικής αλλά και της πολιτικής αγοράς, αυτοί/ες που θέλει η κοινωνία, εν πολλοίς η σημερινή ναρκισσιστική κοινωνία με τα προφασιστικά χαρακτηριστικά της.

Γιατί αυτή η κοινωνία είναι πια έτοιμη να δεχθεί τον φασισμό όπως έγραφε παλιότερα για τις ΗΠΑ ο Νόρμαν Μέηλερ στο βιβλίο του "Μάγισσα τέχνη": «...Ακόμη δεν είμαστε φασιστική χώρα, αλλά μπορεί να συμβεί σύντομα (...) Οι ΗΠΑ είναι ένας τόπος χυδαίος, φτηνός, άθλιος και πιστεύω πως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι πρόθυμο να δεχθεί με φυσικό τρόπο το φασισμό». Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς, σήμερα, και για την Ελλάδα αλλά και για πολλές άλλες χώρες, όπου αναπτύσσεται τόσο ο μεταπολιτισμός της Εικόνας όσο και η μεταπολιτική του φόβου...