Από τον Άιχμαν στον Σόιμπλε
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 15.12.16 ]Σαν σήμερα το 1961 καταδικάστηκε ο Άιχμαν στα Ιεροσόλυμα και η Χάνα Άρεντ έγραψε την περίφημη Κοινοτοπία του Κακού. Σήμερα, 55 χρόνια μετά, ένας άλλος Γερμανός, ο Σόιμπλε τιμωρεί μία χώρα γιατί έδωσε μερικά ψίχουλα στους συνταξιούχους της. Και σκέφτομαι, υπάρχει άραγε κάτι -εκτός από την Κοινοτοπία του Κακού- ένας «γερμανικός χαρακτήρας», που επιβάλλει στους φορείς του, την ηγετική δηλαδή ελίτ της Γερμανίας να λειτουργεί με έναν κυνικό και απάνθρωπο τρόπο; Τι μπορεί να συνδέει τον Άιχμαν με τον Σόιμπλε;
Η Χάννα Άρεντ αναλύει τη δίκη του Άιχμαν, αξιωματούχου που είχε κεντρικό ρόλο στην Τελική Λύση, την οποία παρακολούθησε ως ανταποκρίτρια του New Yorker. Ο Άιχμαν, αν και δεν είχε υψηλή θέση στη διοικητική ιεραρχία, ήταν αρμόδιος για το συντονισμό της μεταφοράς των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου. Όπως παραδέχτηκε σχεδόν υπερηφανευόμενος, διεκπεραίωνε αυτή την ευθύνη με επιμέλεια και ζήλο. Υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας πως δεν έκανε κάτι διαφορετικό από το να υπακούει στο νόμο και να πράττει το καθήκον του. Η Άρεντ (1906-1975) παρατηρεί πως ο Άιχμαν στην απολογία του χρησιμοποιούσε στερεότυπες εκφράσεις που προσιδιάζουν στο υπηρεσιακό γλωσσικό κώδικα. «Όσο πιο πολύ τον άκουγες να μιλάει, τόσο πιο εμφανές γινόταν ότι η αδυναμία του να μιλήσει συνδεόταν στενά με την αδυναμία του να σκεφτεί, και πιο συγκεκριμένα να σκεφτεί από τη σκοπιά ενός άλλου». Η ενσυναίσθηση (η ικανότητα να μπαίνει στη θέση του άλλου) δεν υπήρχε. Γι’ αυτό όποιος δεν ήταν μαζί του ήταν εναντίον του καθώς δεν αναγνώριζε καμία άλλη εθνοτική, φυλετική ή πολιτιστική ιδιαιτερότητα. Ή δεχόσουν τη γερμανική ιδεολογία του «νέου ανθρώπου» ή ήσουν εχθρός.
Κατά την Άρεντ, ο Άιχμαν δεν κινητοποίησε την κριτική του ικανότητα και τη φαντασία του, δεν στοχάστηκε τις επιπτώσεις των πράξεών του και δεν συναισθάνθηκε την οδύνη των διωκόμενων. «Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροι δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί».
Αυτά τα άτομα κι όταν κάνουν το μεγαλύτερο κακό δεν το αντιλαμβάνονται, δεν αισθάνονται ενοχές, δεν ντρέπονται. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί η ντροπή θέτει όρια στο κακό, που χωρίς αυτήν δεν υπάρχουν. Και γιατί δεν ντρέπονται; Γιατί η πλειονότητα της γερμανικής κοινωνίας επιδοκίμαζε τη συμπεριφορά αυτή ή την ανεχόταν. Σ’ αυτό το σημείο συναντάμε τον Σόιμπλε και τον Νόρμπερτ Ελίας, που αναζήτησε πίσω από τις συμπεριφορές αυτές έναν «γερμανικό χαρακτήρα».
Ο γερμανικός χαρακτήρας
Ο Ελίας, ένας από τους μεγαλύτερους γερμανούς κοινωνιολόγους του 20ου αιώνα, έγραψε κι αυτός ένα βιβλίο για τη δίκη του Άιχμαν, το οποίο εκδόθηκε και στην Ελλάδα με τον τίτλο «Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας».
Ο Ελίας αντιπαραθέτει στο δοκίμιό του την εκπολιτιστική διαδικασία της υπόλοιπης Δύσης (κυρίως της Γαλλίας) στη γερμανική παράδοση, αποδίδοντας στην τελευταία σειρά ολόκληρη προβληματικών όψεων, όπως η αρνητική αυτοεικόνα της Γερμανίας ως αντιστασιακού έθνους και η γερμανική παράδοση ως η μέχρι θανάτου υπεράσπιση της πατρίδας. Αυτά κατέστησαν τους Γερμανούς, κληρονόμους μιας παράδοσης πεποιθήσεων και συμπεριφορών που τους έκανε «ιδιαίτερα δεκτικούς σε καταναγκασμούς προερχόμενους από το κράτος ως αναγκαίο σύστοιχο του δικού τους αυτοελέγχου».
Ο συλλογικός εθνικός ιδεαλισμός της Γερμανίας, ακραία μορφή συλλογικού εγωισμού κατά τον Ελίας, τροφοδότησε την αγάπη για μια ιδεατή χώρα αλλά και το σχέδιο οργάνωσης μιας αποικιακής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο επικάθησε ο ναζισμός, πάνω σε αυτό το βάθρο εγκαταστάθηκε ο Χίτλερ ως «βροχοποιός» και «καινοτόμος πολιτικός σαμάνος». Η «κατάρρευση των αναχωμάτων του πολιτισμού» μπορεί να ήρθε επί εθνικοσοσιαλισμού, έλκει όμως την καταγωγή της από προϋπάρχουσες σταθερές όπως η πανεπιστημιακή κουλτούρα της μονομαχίας, η δοξολογία του στρατού, η εγκατάλειψη εκ μέρους της μεσαίας τάξης των καθολικών ουμανιστικών αξιών χάριν του εθνικισμού, η υιοθέτηση μιας Realpolitik με ροπή προς τη φυσική βία, ο μερικός ή πλήρης αποκλεισμός κοινωνικών και εθνοτικών ομαδώσεων (σοσιαλιστές, Εβραίοι) από το γερμανικό έθνος.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να εξηγήσει κανείς και την κυνική απόπειρα εξοστρακισμού σε ό,τι αμφισβητεί, σήμερα, την γερμανική ηγεμονία στην ΕΕ.
Αυτοί που θεωρούν ότι τα φαινόμενα του ναζισμού και της «τελικής λύσης» δεν αποτελούν απόδειξη «ριζικής ετερότητας της γερμανικής κοινωνίας αλλά συνισταμένη των επιπτώσεων της ιστορικής συγκυρίας της ήττας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, της «υπαγορευμένης ειρήνης» των Βερσαλλιών και της καταστροφικής οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου» δεν αντιλαμβάνονται αυτό που υποστηρίζει ο Ελίας ως πολιτισμικό υπόβαθρο (εθνικό χαρακτήρα) των Γερμανών (κυρίαρχη Συμβολική Τάξη θα το ονόμαζε ο Λε Γκοφ).
Σύμφωνα με τον Νόρμπερτ Ελίας, λοιπόν, (Ο πολιτισμός των ηθών) όλα είναι πολιτισμικές, τουτέστιν κοινωνικές και ιστορικές λειτουργίες. Συνεπώς και η πολιτιστική διαδικασία, που είναι η ενσωμάτωση των κοινωνικών περιορισμών και κανόνων από ένα άτομο, έχει μία ιστορία. Η κοινή ενδυμασία, η ομοιογένεια δημιουργεί μία κοινότητα συναισθήματος, το ανήκειν κάπου. Η στολή και η πειθαρχία των ναζιστών δεν είναι τυχαία. Έτσι, τα επινοημένα προϊόντα του πολιτισμού γίνονται σύμβολα και επιβάλλονται για να δημιουργήσουν ένα κοινό πεδίο ευαισθησίας, ένα κοινό τόπο συναισθηματικής συναίνεσης, το συνανήκειν. Η επιβολή αυτής της «πολιτιστικής διαδικασίας» τόσο από τους γερμανούς (γερμανική Ευρώπη) όσο και από τους αμερικανούς (εξαγωγή δυτικής δημοκρατίας και τώρα παγκόσμια ειρήνη) έγινε είτε με το σφίξιμο της μέγκενης των μέτρων λιτότητας είτε ανοίγοντας το κεφάλι των ανθρώπων με βόμβες! Και στις δύο περιπτώσεις «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας»...