Απουσίες

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 14.05.19 ]

Τελειώνει κι αυτή η σχολική χρονιά.

Καιρός να κλείσουμε και το βιβλίο απουσιών, λέει ο Διευθυντής. Εκατόν εβδομήντα δελτία με σπάγκο σταυρωτά να δέσουμε και στον φωριαμό να τακτοποιήσουμε.

Μετρώ μία μία τις απουσίες. Και γελώ. Εκείνος ενοχλείται και το δείχνει. Οι απουσίες… του λέω. Και δεν καταλαβαίνει. Είναι των θετικών επιστημών προφανώς και η μεταφορά σαν πουλί τού ξεφεύγει.

Θυμάμαι τον Αργύρη Χιόνη κι εκείνο το κείμενό του από το «Οριζόντιο Ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» για την Απουσία που κάθεται, λέει, μοναχή της μέσα στο κλουβί, που και αόρατη είναι και βουβή.

Εγώ πάλι τις απουσίες τις ακούω με τα ξυλοπάπουτσά τους να μου χτυπούν την πόρτα. Οι δικές μου απουσίες μιλούν φωναχτά, αμανέδες τραγουδούν πάνω απ’ την γκαζιέρα που τσιτσιρίζουν τα μπαρμπούνια. Ή στα γήπεδα τις Κυριακές συνθήματα νίκης αλαλάζουν. Και σαν νυχτώσει κάτω στο λιμάνι, στις άδειες μπίντες θα τις βρεις, ταξίδια μακρινά να νοσταλγούν πνίγοντας τον καημό τους στις ουσίες.

Γι’ αυτό κι εγώ κάθε χρόνο το απουσιολόγιο φροντίζω, όπως μπορώ, άδειο να διατηρώ. Λεύτερες να κυκλοφορούν οι πρόστυχες οι απουσίες προτού κι εγώ μια μέρα απουσία να γενώ.