Ανοιχτή επιστολή σε νέο φασίστα του λευκού κολάρου
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 31.10.19 ]Είσαι νέος άνθρωπος. Κανονικά στις φλέβες σου θα έπρεπε να τρέχει, με ροή χειμάρρου, η χλωροφύλλη. Κανονικά θα έπρεπε να πλαταγίζεις έναν ήλιο καμωμένο απ’ όλα τα κρύσταλλα μιας θριαμβικής λύπης, που αλλιώς λέγεται και χορός. Αλλά εσύ είσαι ακίνητος. Ήδη σε προσπέρασε ο ήλιος της νεότητάς σου. Πότε πρόλαβες να κουραστείς τόσο; Πότε πρόλαβες να παγώσεις μέσα στο μυαλό σου; Πότε πρόλαβες να σαπίσεις; Σε βλέπω και τρομάζω μ’ αυτό το πρόσωπο απαγχονισμένου από τον λαιμοδέτη του. Μ’ αυτό το βλέμμα που φοβάται να δει και πεθαίνει από φόβο. Πότε πρόλαβες να γίνεις νεκρός;
Είσαι νέος άνθρωπος. Θα έπρεπε να ζεις τις πελώριες ασύντακτες, ακατάσχετες και, τελικά, άπειρες μέρες της νεότητάς σου. Θα έπρεπε να ιδροκοπάς ξεγεννώντας το χάος, πάνω από το γέλιο ενός ποτηριού, ενός κοριτσιού, ενός μολυβιού, όπου «πολλά διαμείβονται». Ακόμα και ο θάνατος. Ακόμα και ο κατακλυσμός της απώλειας. Ο εγερσίθυμος έρως.
Κι εσύ; Εσύ έτρεξες για να κρυφτείς. Για να σιγουρευτείς ότι ο εξευτελισμός σου θα είναι τέλειος. Πότε πρόλαβες; Πως το έκανες τόσο γρήγορα και τόσο τελεσίδικα. Πού βρήκες τόσο μαύρο για να μουτζουρώσεις όλους τους καθρέφτες της ζωής σου, έτσι που ποτέ να μην αντικρίσεις το πρόσωπό σου; Όχι το βλέμμα σου. Αυτό δεν το αντικρίζεις ποτέ σ’ όσους καθρέφτες και αν κοιταχτείς, λέει ο Λακάν. Απλώς το πρόσωπό σου –λέω– σ’ έναν χειμώνα των ανθρώπων, σ’ ένα απόβροχο που παίρνει τ’ απάνω της η λύπη και ξαναγίνεται λύπη μιας ευωδιάς επιταφίου, ένα κερί στον επιλύχνιο ύμνο όλων των εσπερινών για τους κατατρεγμένους. Δεν θα το καταφέρεις ποτέ το πρόσωπό σου στον καθρέφτη. Πότε πρόλαβες να καταστρέψεις το πρόσωπό σου τόσο απελπισμένα; Πότε πρόλαβες να υποκύψεις τόσο πολύ στον φασισμό του φόβου για τους άλλους; Πότε πρόλαβες ν’ αδειάσεις στο πουθενά τόση «ύλη δάσους» και να γίνεις κέλυφος; Πότε πρόλαβες να γίνεις τόσο ίδιος με μια παροιμία της κόλασης;
Είσαι νέος άνθρωπος κι όμως είσαι αιώνες γέρος. Πιο γέρος κι από τον θάνατο. Σε βλέπω και σ’ ακούω καθώς αδειάζεις την φρίκη σου στον αέρα, μολύνοντάς τον με ιδέες που κρατούν μαχαίρι κι ανανεώνουν το σπαταλημένο αίμα κάθε σφαγής. Σε βλέπω να κολυμπάς σ’ ένα τέτοιο πέλαγος σφαγής και τρομάζω με την αιματοβαμμένη σου αθωότητα. Ένας ισαπόστολος της σφαγής.
Πότε πρόλαβες; Πώς έκοψες δρόμο μέσα από την ιστορία για να φτάσεις σ’ ένα θώκο που ήταν για άλλους ικρίωμα; Πότε πρόλαβες ν’ αρπάξεις τα δελτάρια πείνας και δίψας και οδύνης από τα χέρια των δυναστευμένων και να τα κάνεις ψηφοδέλτια μιας κάλπικης επωνυμίας; Τα κατάφερες, αυτό πρέπει να σου το αναγνωρίσω. Εψηφίσθης. «Έχει και η αθλιότητα το μερτικό της στην απολαβή» λέει ο Πολ Όστερ στο «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων».
Το άδειο βλέμμα σου γεμίζει την άδεια οθόνη σε όλα τα άδεια δωμάτια, μιας ζωής άδειας και σκοτεινής. Το άδειο βλέμμα σου φωτίζει το όνειρο του άδειου. Άδειο γα το άδειο. Πέτρα και χτίσιμο σε κάθε δίοδο ελπίδας. Έχτισες την πόρτα ενός σχολείου, έδιωξες τους ανθρώπους και κλείστηκες μέσα. Μόνος και άδειος. Στον άδειο πόνο είσαι φυλακισμένος. Θάνατος στους απελπισμένους. Φωνάζεις από την φυλακή σου. Κι αντέχεις ακόμα πολύ θάνατο. Είναι τόσο άδειο αυτό το πρόσωπο, ώστε μπορεί να χωρέσει όλους τους θανάτους. Γι’ αυτό με τρομάζει. Πότε πρόλαβες να γίνεις τέτοιος χαώδης σκουπιδότοπος, τέτοιος σκουπιδοφάγος που καταπίνει τα πώματα των αθώων, την ζωή την ίδια όταν τολμάει να πει το όνομά της;
Πότε πρόλαβες να γίνεις φονιάς. Ένας ατσαλάκωτος φονιάς, με ατσαλάκωτο πρόσωπο, άμεμπτη πρόθεση φόνου, λευκό ποινικό μητρώο συνείδησης, θριαμβική ασημαντότητα σκέψεως, λυρική προχειρότητα κουλτούρας, αγοραστική δεινότητα χρηματοκοίτη επιβήτορα, επιδεικτική μανία προχειρολάγνου χειραντλητή σπέρματος; Πότε πρόλαβες να γίνεις τόσο άθυρμα ώστε κι ο άνεμος ακόμα να μη σε καταδέχεται; Είσαι ακίνητος.
Αλλού φυσάει η ζωή κι εσύ δεν θα το μάθεις ποτέ. Ούτε κι ότι γεννήθηκες έχεις μάθει. Στο πρόσωπό σου δεν φτάνουν πληροφορίες. Έτρεξες γρήγορα και πυροβόλησες. Το πρόσωπό σου. Αυτό πυροβόλησες. Το βλέμμα σου είναι το βλέμμα ενός προσώπου που πυροβολήθηκε ανάμεσα στα μάτια.
Πέτυχες τον στόχο σου. Δεν υπάρχεις. Γι’ αυτό δεν λέω το όνομά σου. Γιατί αυτή η ανοιχτή επιστολή δεν κλείνει εδώ.