Αναρωτήθηκες ποτέ πως είναι να κλειδώνεις το σπίτι σου για πάντα;
[ Γιάννα Κουκά / Κόσμος / 20.06.19 ]Έχω μια φίλη που έχει δυο μαύρα μάτια και κάτι μαύρα μαλλιά και μια όμορφη μύτη και φοράει μια μαντίλα και έχει δυο παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι κι είναι από τη Δαμασκό κι έχει έναν αδελφό και μια μάνα κι έναν πατέρα και μια γιαγιά και μιλάει μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω και μιλάω μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει μα τα χέρια μας σαν αγγίζονται δεν ξέρουν από γλώσσες, μόνο χάδια ξέρουν τα χέρια μας κι ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο έπεσε δίπλα στο σπίτι της κι έχασε τη φωνή της και την έτρεξαν στους γιατρούς κι είπαν πως με τρόμο έζησε κι εκείνη λέει πως πολλά δεν είδε πέρα από πόλεμο και θάνατο και ξεριζωμό, βία και θλίψη. Έχω μια φίλη που θέλει να ζήσει μια κανονική ζωή όπως εκείνη των ανθρώπων που ζουν με ειρήνη κι ασφάλεια. Έχω μια φίλη που ονειρεύεται τη μέρα που πίσω θα γυρίσει, στην αγκαλιά της μάνας της θα ζήσει. Έχω μια φίλη που στο στήθος της έβαλε το μωρό της, σφιχτά πάνω της το έδεσε να μη χαθεί στο πέλαγος και δίχως εκείνο ζήσει. Έχω μια φίλη που έζησε στους καταυλισμούς και ζήτησε γάλα για το βρέφος και πάνα και πιπίλα και το έπιασε από το χέρι και του έμαθε να περπατά, να περπατά όπως εκείνη περπάτησε, χιλιόμετρα περπάτησε. Έχω μια φίλη που έζησε μακριά από τον σύντροφό της που αγάπησε, λαχτάρησε.
Έχω μια φίλη που ίσως θα ήθελε να μιλήσει και να πει, τούτα που μια μέρα αισθάνθηκα κι έγραψα σαν να ήμουν εκείνη. Αναρωτήθηκες ποτέ πως είναι να φεύγεις; Πως είναι να πρέπει να φύγεις; Να βάλεις σε μια τσάντα δυο πράγματα μόνο, γιατί άλλα δεν μπορείς; Πως είναι να φοράς ένα σωσίβιο, να στριμώχνεσαι σε μια βάρκα που ξέρεις πως μπορεί να τρυπήσει ή να μπάσει νερό, ν' αναρωτιέσαι αν θα φτάσεις, να βλέπεις τα κύματα να σε σκεπάζουν, να φτάνεις, να σε μαζεύουν οι λιμενικοί ή οι ψαράδες, εσένα, τα παιδιά σου και την τσάντα σου, να σε τρέχουν σε αστυνομικά τμήματα για να τους πεις ποιος είσαι, να σε πετάνε σε καταυλισμούς ή χοτσποτ, να σου σερβίρουν φαγητό κρύο, πάντα κρύο σε πλαστικό σερβίτσιο, να περιμένεις στη σειρά για τουαλέτα, να ψάχνεις μια σερβιέτα ή μια πάνα για το παιδί σου, φάρμακο ή γιατρό, να σε βρίζουν και να σου φωνάζουν, «λάθρε, λάθρε φύγε», να νευριάζουν που δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα που σου μιλάνε, να είσαι ξένος, συνέχεια ξένος, να περιμένεις για άσυλο, να είσαι άνεργος ενώ είχες τη στρωμένη τη δουλειά σου, να μη σπουδάζεις, να μην ερωτεύεσαι, να μην κάνεις έρωτα, να μην πηγαίνεις να κουρευτείς, να ζητάς ψαλίδι για να κόψεις τα νύχια σου και μια χτένα να ξεμπλέξεις τα μαλλιά σου, να φοβάσαι, να κρυώνεις, να μην σου επιτρέπεται να ταξιδέψεις, να μην μπορείς να δεις άλλη χώρα, άλλη πόλη, να είσαι εγκλωβισμένος εδώ, εδώ για όσο θέλουν εκείνοι, να ξυπνάς τα βράδια με εφιάλτες, ν' ακούς τις βόμβες, να βλέπεις νεκρούς, η πόλη σου ρημαγμένη, το σχολείο των παιδιών σου γκρεμισμένο, η αυλή σου καμένη, όλα ξεράθηκαν, όλα, τα λουλούδια σου ξεράθηκαν, ν' αφήνεις πίσω το σκυλί σου κι η γάτα σου πέθανε πάει καιρός, κείνα τα πουλιά που άκουγες στα δέντρα σου σίγησαν κι αυτά, η μάνα δεν θα σε ξαναδεί, μήτε κι ο πατέρας.
Αναρωτήθηκες ποτέ πως είναι να κλειδώνεις το σπίτι σου για πάντα; Να βάζεις το κλειδί, να το γυρνάς και να φεύγεις; Να φεύγεις μακριά γιατί το σπίτι σου, άσυλο δεν μπορεί πια να σου προσφέρει; Αναρωτήθηκες ποτέ πως είναι να ψάχνεις καταφύγιο;
Έχω μια φίλη που θέλει να αναπνεύσει. Έχω μια φίλη που θέλω να αναπνεύσει.