Ανίκητη βλακεία...

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 17.04.20 ]

    Σου έρχεται να ουρλιάξεις μπροστά στο μέγεθος της εγκληματική βλακείας όπου οδηγεί η τυφλή πίστη στο δόγμα. Στο οποιοδήποτε δόγμα, θρησκευτικό ή μη, εν προκειμένω στο θρησκευτικό. Κι άσε τους ειδικούς να κουρεύονται. Τι ξέρουν άλλωστε αυτοί…

Δύο φορές το είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, επειδή μένω δίπλα σε εκκλησία (που θα μπορούσες να την πεις και μικρή μπροστά στην επηρμένη χυδαιότητα της σύγχρονης ναοδομίας που συναγωνίζεται σε επίδειξη του εαυτού της, με τον νεοπλουτισμό στην πιο άθλια εκδοχή του). Μεγάλη Τετάρτη νωρίς το βράδυ, βγαίνω στο μπαλκόνι και με συνεπαίρνει η μυρωδιά από τις ανθισμένες νεραντζιές. Κοιτάζω αφηρημένος κάτω (ο δρόμος είναι ανηφορικός) την εκκλησία. Και συνειδητοποιώ ότι δεν είναι κλειστή. Μια σιλουέτα νέας γυναίκας (υπάρχει και ο φωτισμός του δρόμου) μπροστά στην διπλανή πόρτα, είναι κολλημένη πάνω της. Σταυροκοπιέται. Ώσπου ύστερα από λίγο βγαίνει αθόρυβα ένα παιδάκι. Μοιάζει ηλικίας δημοτικού. Προφανώς η νεαρή μάνα, αψηφώντας κάθε έννοια λογικής αλλά και το περίφημο μητρικό ένστικτο, έστειλε ελαφρά τη καρδία, το βλαστάρι της ως πρόβατο επί σφαγήν στο στόμα του λύκου… Συγνώμη στο χέρι του αγαθού πρεσβύτη για να το κοινωνήσει στον οιονεί θάνατο. Τον δικό του και των άλλων. Η αγάπη προς τον πλησίον σε όλο της το μεγαλείο.

Το περιστατικό, πάλι με νεαρή μητέρα το ξαναείδα σήμερα το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής. Μόνο που αυτή τη φορά η μητέρα είχε αρκετή ώρα το παιδί μαζί της, μπροστά στην πόρτα και ύστερα το έστειλε μέσα. Η ίδια παρέμεινε έξω. Εν τω μεταξύ έρχεται και δεύτερη γυναίκα. Μεγαλύτερη. Μόνη. Ελλείψει εικονισμάτων φιλάει και ξαναφιλάει την πόρτα, που παραμένει κατά το ήμισυ ανοιχτή. Πιάνουν κουβέντα. Σταυροκοπιούνται και κουβεντιάζουν, κουβεντιάζουν και σταυροκοπιούνται. Κάποια στιγμή η νέα μητέρα (είναι φανερό ότι δεν γνωρίζονται) βγάζει το κινητό και από τις κινήσεις μάλλον δίνει κάποιο τηλέφωνο στην μεγαλύτερη. Ίσως για ραντεβού ιδιωτικής κοινωνίας; Ποιος ξέρει. Το παιδάκι όλη αυτή την ώρα παραμένει μέσα στην εκκλησία. Βρίσκεται σε καλά χέρια. Σίγουρα θα γίνει ένας καλός άνθρωπος. Με τον φόβο του θεού. Με τον φόβο γενικώς. Βαθιά ριζωμένο.

Δεν αντέχω άλλο. Μπαίνω μέσα και κλείνω την μπαλκονόπορτα. Με ακολουθεί για λίγο η οσφρητική ανάμνηση από τις ανθισμένες νεραντζιές. Ύστερα χάνεται κι αυτή. Μένεις μόνος και παλεύεις να μην σε καταβάλει η αρρώστια. Όχι η πανδημία. Η βαθιά αρρώστια της απελπισίας μπροστά στην ανίκητη βλακεία. Αυτή η βαθιά αρρώστια που μπορεί να σε αποκόψει από τους άλλους. Και να σε βρει μπόσικο ο θάνατος, γιατί θα είσαι απροστάτευτος

Καλό κουράγιο.

 Υ.Γ. Φυσικά, δεν υπάρχει κρατική επιτήρηση ούτε για δείγμα. Αδιαφορία; Ολιγότητα μέσων; Ή μήπως σιωπηρή υποταγή «τοις κείνων ρήμασι;»