Αισθηματική Αγωγή

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 07.07.16 ]

Ήταν αναγκαίοι οι ασυγκράτητοι εξτρεμισμοί για να νομιμοποιήσουμε έναν ισορροπημένο φιλελευθερισμό. Χρειάστηκε να φωνάξουμε στους δρόμους όπως παλιά, το όνομα του Χο Τσι Μιν (αλήθεια, ποιος τον θυμάται τώρα πια;) για ν’ ανακαλύψουμε στην καρδιά μας τον έρωτα για την Αμερική, χρειάστηκε να πιστέψουμε πως είμαστε προλετάριοι για να αισθανθούμε σχεδόν όλοι αστοί, χρειάστηκε να καταραστούμε τον ιμπεριαλισμό για ν’ απορρίψουμε τον Τρίτο Κόσμο και να ζητήσουμε τα πάντα «εδώ και τώρα», έστω και με δόσεις.

 Σ’ αυτή την καθησύχαση της κοινής συνείδησης, σ’ αυτή την τρικυμισμένη αυτο-αναγνώριση, φυσικά δεν είναι όλα τέλεια. Αντίθετα, πολλά ενοχλούν. Όποιος είχε σκεφτεί πως ίσως ήρθε η στιγμή για την αναγέννηση ενός Έθνους (συνήθως έτσι πραγματοποιούνται αυτοί οι τοκετοί: ανάμεσα σε ελαφρότητες, βιαιότητες και τραγικές παρερμηνείες) βρίσκεται μπροστά σε μια χώρα που μπήκε στο ευρωπαϊκό club, δηλαδή στην Santa Sanctorum της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά ακόμη δεν ξέρει «τι» είναι κι «αν» είναι.

Αν μη τι άλλο, η αλήθεια νίκησε την ιδεολογική παραποίηση. Τέλειωσε η πολιτική, πολιτισμική, ψυχολογική μεταμφίεση, που είχε μεταμορφώσει μια κοινωνία καταναλωτών week ends και φοροφυγάδων, σε μια αδελφότητα ζητιάνων, σ’ ένα δικαστήριο αρχαγγέλων της δικαιοσύνης ή σε μια συντεχνία μαιών της ιστορίας.

Επιτέλους ξέρουμε αν όχι ποιοι είμαστε, τουλάχιστον πώς  είμαστε. Τέλειωσαν τώρα πια οι εορταστικές εκδηλώσεις, αν και δεν τέλειωσε βέβαια ο φαρισαϊσμός, γιατί αυτός είναι ο αιώνας του μαζικού φαρισαϊσμού κι ο λαϊκός φαρισαϊσμός είναι πιο βίαιος και ακαταμάχητος από τον θρησκευτικό.

 Πριν από λίγο καιρό, διάβασα στην Ιταλία ένα θαυμάσιο και αγγελικό identikit ενός τίμιου επαγγελματία που θέλησε να παρουσιάσει τον τύπο του, ανθρωπολογικά άρτιου, «αριστερού».  

 Σύμφωνα με τον συγγραφέα (τον ιστορικό Σίλβιο Λανάρο), ο αριστερός (εργάτης, αγρότης, επαγγελματίας ή διανοούμενος), «…έχει μια προτίμηση για τις καθαρές και διακεκριμένες ιδέες, αλλά δεν υποφέρει επιρρήματα όπως «απολύτως» και επίθετα όπως «ανυπόφορος». Επιθυμεί τα παιδιά του να συναναστρέφονται με φίλους διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης, κι αν η τύχη τον φέρει σε διαφωνία με κάποιον, καταφέρνει να αποφύγει τη σύγκρουση και τη χυδαιότητα. Είναι ερωτευμένος με την τάξη, πληρώνει τους φόρους (αν και διαμαρτύρεται για τον άνισο καταμερισμό τους) και περιμένει καρτερικά τη σειρά του στο νοσοκομείο (…) Γι’ αυτή του τη συμπεριφορά μπροστά στα μηδαμινά, καθημερινά συμβάντα της ζωής, αισθάνεται βαθιά περηφάνια».

Μα τι καλός που είναι αυτός ο αριστερός, που βρίσκει ανυπόφορο το επίθετο «ανυπόφορος»! Τι ευγενική ψυχή, τι αρχοντιά! Κι αν τον καλοκοιτάξουμε, έχει ένα savoir-vivre και θα πρέπει να εκπλαγούμε για το πώς η αριστερή περηφάνια δεν κυριεύεται κι από τον τρόπο με τον οποίο φοράει τα timberland ή την απέχθειά του ν’ ακούσει Πάολα αντί για Sting.

Μήπως υποστηρίζω ότι δεν έχει σημασία να είσαι ανεκτικός, να πληρώνεις φόρους, να περιμένεις στις ουρές και ν’ ακούς Sting; Δεν νομίζω.

Εκείνο που πιστεύω είναι πως το πάτωμα των καλών πράξεων πάνω στο οποίο άλλα ανθρωπολογικά μοντέλα περπατούν τώρα πια ανέμελα, για «τους εργάτες, τους αγρότες, τους επαγγελματίες και τους διανοούμενους της Αριστεράς» έγινε το ταβάνι των ιδανικών που εκστατικά θαυμάζουν.

Να είσαι αριστερός είναι ακόμη καλύτερα από το να έχεις ως ιδανικό τους αριστερούς. Οι αριστεροί, συνήθως, καλλιεργούν πολύ καλύτερα ιδανικά.

 

* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ