Όταν η ποίηση σε βουτάει από το γιακά
[ Σπύρος Σιάτρας / Ελλάδα / 23.06.18 ]Οι συζητήσεις με τον Κώστα πάντα ήταν μεστές νοήματος.
Η συγκεκριμένη, είχε –ξανά- οδηγηθεί σε μονοπάτια γύρω από την Τέχνη, την Διαλεκτική, την Λογοτεχνία, την Ποίηση.
Συζητούσαμε για τις απίστευτες πένες που βρίσκει κανείς τυχαία στο διαδίκτυο, σε κάτι μπαρ της περιφέρειας, σε κάποιες μαζώξεις των δέκα ανθρώπων, σε τραπέζια φαστ φουντ.
Την γενιά που γράφει αποφεύγοντας την επιφάνεια και δεν γουστάρει να κάνει ντόρο, δεν σκηνοθετεί την γραφή της, δεν ενδιαφέρεται για καμία «σφραγίδα έγκρισης». Την γενιά που καταγράφει τον εγκλωβισμό της και μας τον τρίβει στα μούτρα.
Από εκείνη την κουβέντα, θυμήθηκα σήμερα, για άλλη μια φορά, το:
«Ξέρεις, από αυτή εδώ την γενιά, την πιεσμένη, της κρίσης, θα βγει μια γλώσσα που θα είναι κάτι εντελώς καινούριο. Κάτι που θα έχει το δικό της νόημα, τον δικό της κώδικα, χωρίς παρελθοντικές αγκυλώσεις. Και οι ιερές αγελάδες θα ψάχνονται να καταλάβουν τι γίνεται…»
Εδώ λοιπόν, κάτι έντονο μέσα μου, μου λέει πως έχουμε ακριβώς μια τέτοια περίπτωση.
Ένας νέος –πιο κυριολεκτικά δεν γίνεται- ποιητής που σε βουτάει από το γιακά και το γουστάρεις.
Σε βάζει να ανακαλύψεις ξανά γιατί είναι όμορφη η Ποίηση.
Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, κεφαλοκλείδωμα η γραφή του.
Από τα γερά, τα ζόρικα, εκείνα που δεν ξεφεύγεις.
Μαζεύοντας λοιπόν τα σαγόνια μου από το πάτωμα, ανάβω τσιγάρο μισοζαλισμένος και το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να εύχομαι και να ελπίζω και σε επόμενα βιβλία του.
(Υ.Γ. Τελειώνοντας αυτό το μικρό κείμενο έκανα μια αναζήτηση στο διαδίκτυο και βρήκα μια ωραιότατη και επεξηγηματικότατη κριτική για το βιβλίο.
Απολαύστε την δίπλα)