Όταν αλώνεται το νόημα μοιάζουν με πήλινο στρατό οι λέξεις
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 03.06.19 ]Ι
Κάθε φορά που με χτυπούσε έπεφτε στα γόνατα κι εκλιπαρούσε τη συγγνώμη μου. Σ’ αγαπάω, μου ορκιζόταν με δάκρυα στα μάτια. Δεν θα ξαναγίνει. Αυτή ήταν η τελευταία φορά. Στ’ ορκίζομαι. Αρκεί να μη μ’ αφήσεις. Φως μου. Ζωή μου εσύ. Κι ήταν αυτές οι λέξεις βάλσαμο για τις πληγές, κομπρέσες για τους μώλωπες κι εγώ μαζί με τόνους μέικ-απ έβαζα κι άλλες να φτιασιδώσω την αλήθεια μας. Σε πιστεύω, μωρό μου, του ‘λεγα, εγώ είμαι εδώ. Ο βράχος σου. Το στήριγμά σου. Σ’ αγαπάω. Δεν σ’ αφήνω. Σκούπισε τα μάτια σου.
Και φτου κι απ’ την αρχή.
Ήταν αδύναμες οι λέξεις. Δεν μας έσωσαν. Ούτε εκείνον. Ούτε εμένα.
Αν ήταν πράξεις όλες αυτές οι κούφιες λέξεις δεν θα τον σκότωνα.
ΙΙ
Θα σας σκοτώσω, παλιοκαθίκια, ούρλιαζε μπουκάροντας στην τράπεζα εκείνο το πρωί. Το κατασχετήριο που ήταν διπλωμένο στη μέσα τσέπη απ’ το μπουφάν του δεν το έβλεπε κανείς. Έβλεπαν μόνο το άγριο και απελπισμένο βλέμμα του και το πιστόλι που στα χέρια του κρατούσε. Με τα δυο χέρια τεντωμένα στο ύψος των ώμων και το δάχτυλο στη σκανδάλη. Κανείς δεν είδε πως επρόκειτο για ένα πανηγυριώτικο πιστολάκι, της πλάκας. Δεν τα βλέπεις όλα αυτά στον πανικό σου πάνω. Μόνο πέφτεις καταγής κοιτάζοντας να προστατέψεις την πολύτιμη ζωή σου μπροστά στην απειλή.
Μόνον ο σεκιουριτάς στάθηκε ψύχραιμος. Είχε καλά φαίνεται εκπαιδευτεί. Ίσως και πιστοποίηση να είχε. Τράβηξε το δικό του αληθινό όπλο. Ηρέμησε, φίλε, και κανείς δεν θα πάθει κακό, είπε με σταθερή φωνή. Ο άλλος δεν ξέρω τι άκουσε. Τι πρόλαβε ν’ ακούσει πριν σωριαστεί νεκρός, λερώνοντας το μάρμαρο της τράπεζας.
Αν ήταν πράξεις όλες αυτές οι κούφιες λέξεις δεν θα ‘ταν το δικό του αίμα πάνω στης τράπεζας τα λεία μάρμαρα.
ΙΙΙ
Τέλος σ’ εκείνη την παραβολή με τους δυο γιους, αν ήταν πράξεις όλες αυτές οι κούφιες λέξεις δεν θα χρειαζόταν το θέλημα να κάνει του πατέρα εκείνος που είπε ΟΧΙ, γιατί θα είχε ήδη γίνει από τον άλλο που του είπε τάχα ΝΑΙ.
Και στο Αφρίν θα θόλωναν τα μάτια από το ασημί των ελαιώνων.
Αν ήτανε οι λέξεις πράξεις
θα λέγαμε λουλούδι
και θα μοσχοβόλαγε ο τόπος
θα λέγαμε ψωμί
και θα χορταίναμε