Ίδια διαδρομή...

[ Γιάννα Κουκά / Ελλάδα / 19.01.18 ]

Η διαδρομή της ίδια. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη κι όλες τις Τετάρτες και κάθε Σάββατο και Κυριακή. Κι όλους τους σκοτεινούς Δεκέμβρηδες και τους στολισμένους Γενάρηδες και εκείνους τους κουτσοφλέβαρους με τους πρώτους μασκαράδες. Μα ίδια διαδρομή. Πάντα. Ίδια διαδρομή.

Σπίτι. Παζάρι. Μικροπωλητές. Μοναστηράκι. Σχιστό. Σπίτι. Τα μικροπράγματα να βρει. Να τα πουλήσει την επομένη. Σε πάγκους να τα στήσει. Με κυνηγητά κι αστυνομίες και έλεγχο χαρτιών. Κι ύστερα να τα βάλει και σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Να πωληθούν κι εκεί. Αγοραστές να βρεθούν. Να βγει το νοίκι και τα κοινόχρηστα. Και τα φροντιστήρια των παιδιών. Ο λογαριασμός λήγει τέλος του μήνα. Κι η λαϊκή αγορά της οικογένειας. "Φρέσκια τσιπούρα για την μανδάμ;". Κι ύστερα, πόσο; Τόσο; Τ' αγοράζω. Το πουλώ. Προσφορά. Εξαντλήθηκε. Σπάνιο. Πόσο; Τόσο; Τ' αγοράζω. Το πουλώ. Υπάρχει. Διαθέσιμο. Τιμή ευκαιρίας.

Με την βαλίτσα φορτωμένη, σ' αυτήν την ίδια διαδρομή, κάθε μέρα, εκεί, στο κρύο, και στ' αγιάζι κι ομπρέλα κι έναν σκούφο να πάρει και καπέλο μην ξεχάσει για τον ήλιο του Ιούνη και τα φθινοπωρινά φύλλα που θόρυβο έκαναν σαν πατούσε σε κάθε ίδια διαδρομή του Οκτώβρη, όμορφα είναι, και το στεφάνι του Μάη φάνηκε σ' ένα μπαλκόνι, άνοιξη ήρθε, κι όλο θαρρεί πως έρχονται τ' αηδόνια και ποτέ αυτά δεν φαίνονται, εκεί, στην ίδια ακριβώς διαδρομή, με τα ροδάκια να χαλάνε απ' το βάρος που είχαν τα μικροπράγματά της και τα σπάνια και οι προσφορές και τα εξαντλημένα, να προλάβει, εκεί όπως πάντα τις Δευτέρες και τις Τρίτες και τους δώδεκα μήνες, να προλάβει, το λεωφορείο των επτά και το μετρό των δέκα και δύο, ακριβώς των δέκα και δύο, εκεί στα λεωφορεία και στο μετρό, να μπει στο τρένο μετά, μην ξεχάσει να προσέξει το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, το είπαν σε κάθε σταθμό απ’ τα ηχεία και να στριμωχτεί, ανάμεσα στους άλλους πωλητές με τις βαλίτσες και τις δικές τους ίδιες διαδρομές και τους δικούς τους κουτσοφλέβαρους και τις πρωτομαγιές τους και που τα δικά τους τ' αηδόνια περιμένουν κι εκείνοι να φανούν και κάποιες κυρίες με τσάντες της χαμογελούσαν κουρασμένες, με τις δικές τους φρέσκες τσιπούρες απ' την αγορά. -"Εισιτήριο κύρια". -"Έχω κάρτα ανεργίας".

Κι αστεία της φάνηκε αυτή η ίδια διαδρομή. Ίσως είναι που θυμήθηκε εκείνο το πτυχίο που ασάλευτο και κρεμασμένο έμενε, λες και πεθαμένο πόσα χρόνια τώρα, μέσα στον πάπυρό του σε θέση περιωπής στην μέση ενός τοίχου. Σε κάδρο.

Το αγοράζω. Το πουλώ. Πόσο; Προσφορά. Τσάμπα. Δωρεάν. Χάρισμα.