«Είχε κάνει το τέλειο έγκλημα. Σκότωσε την Eπιθυμία και την έθαψε στον τοίχο του σπιτιού του κάτω από ένα σωρό στρωμάτων λογικών αιτιάσεων. Το άρωμά της, οι μυρουδιές της και η σκιά της ακόμη, θάφτηκαν παρέα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι κάποτε κατοικούσε εκεί. Η ζωή του επανήλθε στην κανονικότητά της, λογική και με ισορροπία. Η μέρα ξαναβρήκε τη σειρά της, αρχή-μέση-τέλος και η ρουτίνα επιβίωσης επιβλήθηκε του ασυνάρτητου χάους της βούλησης. Μέχρι που ο ανακριτής συναισθημάτων εκείνο το πρωινό χτύπησε την πόρτα. Είχε καιρό να δει την Επιθυμία να γυρνάει στους δρόμους και θέλησε να μάθει για την τύχη της. Τον ρώτησε, με το συνηθισμένο ύφος των ανακριτών, αν ξέρει κάτι και πότε ήταν η τελευταία φορά που την είχε συναντήσει. Οι συνηθισμένες ερωτήσεις των ανακριτών. Εκείνος απάντησε ότι πάει καιρός, αλλά δεν έδωσε σημασία και δεν το ανέφερε, επειδή έτσι ήταν αυτή, ταξιδιάρα, αλανιάρα, έφευγε και ερχόταν όποτε ήθελε Ο ανακριτής ζήτησε την άδεια να ψάξει. Έψαξε και δεν βρήκε ίχνος. Πήγε να φύγει αλλά ένας δυνατός ρυθμικός ήχος ακούστηκε. Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ .... Απόρησε ξανάψαξε, μα εις μάτην. Τικ τακ τικ τακ .... Πήγε να φύγει πάλι και πάλι και ο ήχος δυνάμωνε και εκείνος συνέχεια επέστρεφε και ξανά δεν εύρισκε κάτι. Στο τέλος ο θόρυβος έγινε εκκωφαντικός, τα πόδια τού φονιά λύγισαν κάτω απ’ τον ρυθμικό ήχο και με μια φωνή που μόλις ακουγόταν επαναλάμβανε ρυθμικά στον ρυθμό του τικ τακ - ομολογώ, ομολογώ... την σκότωσα, εγώ, εγώ, προδότρα καρδιά, μαρτυριάρα, μαρτυριάρα... Κατέρρευσε»
Βιογραφία Πόε
Ο Ένγκαρ Πόε γεννήθηκε στην Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου 1809 και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά ενός ζεύγους ηθοποιών, του ιρλανδικής καταγωγής Ντέιβιντ Πόε και της αγγλίδας Ελίζαμπεθ Χόπκινς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε το σπίτι το 1810 και η μητέρα του πέθανε τον επόμενο χρόνο. Έτσι την ανατροφή του ανέλαβε ο έμπορος και ο κατά πιθανότητα νονός του Τζον Άλαν και η σύζυγός του Φράνσις.
Το 1827, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα αμερικανικά γράμματα, εκδίδοντας στην Βοστώνη ένα φυλλάδιο με τα νεανικά του ποιήματα με τίτλο «Tamerlane, and Other Poems». Το 1829 πήγε στην Νέα Υόρκη, όπου εξέδωσε τη συλλογή με τίτλο «Ποιήματα» («Poems»), με ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Επέστρεψε στην Βαλτιμόρη, όπου άρχισε να γράφει διηγήματα. Το 1833 το διήγημά του «Χειρόγραφο μέσα σε ένα μπουκάλι» («MS. Found in a Bottle») κέρδισε 50 δολάρια σε διαγωνισμό μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας τής Βαλτιμόρης.
To 1839 συνεργάστηκε στην έκδοση τού περιοδικού Burton’s Gentleman’s Magazine της Φιλαδέλφειας. Τότε έγραψε την γνωστή ιστορία τρόμου «Η πτώση τού Οίκου των Άσερ» («The Fall of the House of Usher»), που περιλαμβάνει μια ιδιαίτερα μελετημένη περιγραφή ενός νευρωτικού.
Τον ίδιο χρόνο, εξέδωσε την συλλογή «Αλλόκοτες ιστορίες» («Tales of the Grotesque and Arabesque», με χρονολογία 1840). Παραιτήθηκε από το περιοδικό γύρω στον Ιούνιο του 1840, αλλά το 1841 ανέλαβε την έκδοση του περιοδικού Graham’s Lady's and Gentleman’s Magazine, στο οποίο δημοσίευσε την πρώτη αστυνομική ιστορία με τίτλο «Οι φόνοι της οδού Μοργκ» («The Murders in the Rue Morgue»). To 1843, το διήγημά του «Ο χρυσός σκαραβαίος» («The Gold Bug») κέρδισε ένα βραβείο τής εφημερίδας «Dollar Newspaper» της Φιλαδέλφειας, χάρη στο οποίο έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.
Το 1844 επέστρεψε στην Νέα Υόρκη, όπου δημοσίευσε το διήγημα «Η απάτη τού μπαλονιού» («The Balloon Hoax») στην εφημερίδα New York Sun. Παράλληλα συνεργαζόταν με την εφημερίδα New York Mirror. Στην εφημερίδα αυτή, στο φύλλο της 29ης Ιανουαρίου 1845 δημοσιεύθηκε το περίφημο ποίημά του, «Το κοράκι» («The Raven»), που τον έκανε αμέσως διάσημο σε ολόκληρη την χώρα.
Κατόπιν συνεργάστηκε με το έντυπο «Broadway Journal», στο οποίο αναδημοσίευσε το 1845 τα περισσότερα διηγήματά του.
Το 1845 εξέδωσε τον τόμο «Το κοράκι και άλλα ποιήματα» («The Raven and Other Poems») και μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες» («Tales»). Το 1846 εγκαταστάθηκε σε εξοχικό σπίτι στο Φόρνταμ (σήμερα συνοικία της Νέας Υόρκης), όπου έγραψε για λογαριασμό του Godey's Lady’s Book (Μάιος - Οκτώβριος 1846) μια σειρά κειμένων με τίτλο «Οι λόγιοι της Νέας Υόρκης» («Literati of New York»). Επρόκειτο για μια παρουσίαση προσωπικοτήτων της εποχής του, με τα σχετικά κουτσομπολιά, τα οποία τον οδήγησαν στο δικαστήριο με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Τον Ιανουάριο του 1847 πέθανε η σύζυγός του από φυματίωση σε ηλικία 25 ετών. Το 1848 δημοσίευσε διάλεξή του με τίτλο «Εύρηκα» («Eureka»), στην οποία επιχειρεί μια υπερβατική «εξήγηση» τού Σύμπαντος, που δίχασε την κριτική. Στο Ρίτσμοντ αρραβωνιάστηκε μια παλιά του γνώριμη, την Σάρα Ελμίρα Ρόιστερ. Μαζί της πέρασε το καλοκαίρι το 1849. Έφυγε από το Ρίτσμοντ για την Βαλτιμόρη στα τέλη Σεπτεμβρίου. Στις 3 Οκτωβρίου 1849 βρέθηκε μεθυσμένος και σε οικτρή κατάσταση καταμεσής του δρόμου και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Στις 5 το πρωί της 7ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή. Η αιτία του θανάτου του εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο, καθώς χάθηκαν τα ιατρικά έγγραφα και το πιστοποιητικό θανάτου.