Ένας βολικός και δυο άβολοι θάνατοι
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 26.02.20 ]Τρεις άνθρωποι πέθαναν τις τελευταίες δυο βδομάδες, τρεις άνθρωποι από εκείνους που καθείς και καθεμιά, πριν τελευτήσει τον βίο, θα 'θελε, με αναλογίες, να 'χει κερδίσει κομματάκι από τις δάφνες τους. Και, βέβαια, να φτάσει στα χρόνια τους. Και να ζήσει όπως έζησαν εκείνοι/ες, δίχως μεγάλες πίκρες.
Ο πεισιθάνατος πολιτισμός της τηλοψίας επεφύλαξε στον καθένα και στη καθεμιά διαφορετική μεταθανάτια μοίρα, ανάλογη, βεβαίως, του τρόπου της ζωής του, αλλά όχι, απαραίτητα, του έργου του. Διότι ο τρόπος, η πλευρά, δηλαδή, που διαλέγει ο άνθρωπος να βλέπει τα πράγματα και να τα ζει, αυτός ο τρόπος που καθορίζει, εν τέλει την ύπαρξη, τις δράσεις και τις αντι-δράσεις της, αυτή, η πιο σπουδαία, ίσως, κληρονομιά που κάποιος/α αφήνει, αυτή καθορίζει και την τελική αποδοχή από τους ζώντες. Ποιος, όμως, θα επιλεγεί να προβληθεί ως “κορυφαίος”, ποια πλευρά του βίου του θα υπερτονιστεί και ποια θα τη φάει το μαύρο σκότος, είναι από εκείνα που σπανίως τα διαλέγουν οι πολλοί. Τα κρίνει η “επικοινωνία”. Και οι προτιμήσεις των βαθύπλουτων ιδιοκτητών των Μέσων της.
Για την ποιήτρια Κική Δημουλά, ας πούμε, οι μεταθανάτιες τιμές που επιφυλάχθηκαν ήταν πολλές. Και από πολλούς. Και από τους πληβείους, που η ποίησή της άγγιζε τις ευαίσθητες χορδές τους, αλλά και από τους άλλους, τους μεγαλόσχημους. Εκείνους που ουδέποτε ενόχλησε το ρηξικέλευθο πνεύμα της, εκείνους που φωτογραφιζόταν μαζί τους, πρόθυμη να συνδράμει το έργο τους. Και που έτσι ξεπλένονταν, φιλότεχνοι τάχατε, από το αμάρτημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Το ανθρωπολογικό υπόδειγμα της Δημουλά, καθόλου σπάνιο, αφού προσομοιάζει το πλατωνικό, είναι εκείνο που συνήθως μας κάνει “εθνικά υπερήφανους”, αφού θωπεύει τις αδυναμίες μας: εάν, για παράδειγμα, οι ανώνυμοι της Κυψέλης ντρέπονταν να παραδεχτούν πως, ναι, ενοχλεί την αισθητική τους η παρουσία μεταναστών στα παγκάκια της πλατείας, η Δημουλά τους αποενοχοποίησε. Και μαζί, όλους εκείνους που μέχρι σήμερα κραυγάζουν για τις “λαθραίες” ψυχές. Η ποίησή της, έτσι κι αλλιώς, δεν συγκινήθηκε στιγμή από το δράμα του ξεριζωμού. Οι πολιτικές της θέσεις εξάλλου, βροντωδώς “χαμηλές”, είναι γνωστό τοις πάσι ποιους ευνόησαν.
Δυο μέρες μετά τη Δημουλά, 24 Φλεβάρη, πέθανε ο, επίσης ποιητής, Γιάννης Δάλλας. Κλασικός φιλόλογος, μεταφραστής της αρχαίας γραμματείας, νεοελληνιστής επίσης, πανεπιστημιακός, και όχι μόνο, δάσκαλος, ταυτοχρόνως. Αλλά και αταλάντευτα αριστερός. Αμετανόητα διανοούμενος, από εκείνους που δεν συναγελάζονται με “επισήμους” και δεν παίρνουν μέρος σε φιέστες, δεν εξαργύρωσε ούτε την τέχνη του ούτε και τα φρονήματά του. Στην κληρονομιά του, τίποτα δεν βολεύει, τίποτα δεν χαϊδολογεί τις (διε)φθαρμένες συνειδήσεις.
“...Ήταν τω όντι ο γνωστός μας διπλωμάτης/
κύριος Ρυαρέξ και καταπόδι πίσω του ο πιστός του/
υπογραμματέας ίδια μούρη σαν μπουλντόκ που μετακόμιζε/ από την πληκτική μας αποικία οριστικά εξαντλημένος/ επιτέλους από τόση ονειροφαντασία και έμπνευση...”
Έτσι, πώς θα μπορούσε να απαγγελθεί “Ο κύριος Ρυαρέξ”, επί παραδείγματι, στα πρωινάδικα της τηλοψίας; Τον αγνόησαν, λοιπόν. Μοναχά οι φετιχιστές του τυπωμένου χάρτου, οι εφημεριδάδες, του 'φτιαξαν επιμνημόσυνα μονόστηλα όπως και οι μπλόγκερ, που δημοσίευσαν ό,τι συναπάντησαν στη Βικιπαιδεία.
Τρίτος θάνατος, 26 του μηνός, του ηθοποιού Κώστα Βουτσά. Βούτυρο στο ψωμί της τηλοψίας, γέμισε κάμποσο χρόνο, με όλα τα παυσίλυπα που κληροδότησε, με όλα τα, διόλου ευκαταφρόνητα, ανώδυνα και ελαφρά. Αλλά στο “δυσαναπλήρωτο κενό” που άφησε, δεν συμπεριλαμβάνονται οι πεποιθήσεις του. Να το πάρει, λοιπόν, ο ποταμός της λησμονιάς, πως ο Βουτσάς υπήρξε γιος εργάτη κομμουνιστή, “Αετόπουλο”, μέλος της ΕΠΟΝ στην Κατοχή και πως στήριζε διαχρονικά την κομμουνιστική αριστερά. Να πάρει ο ποταμός της λήθης ό,τι αντιμάχεται το ηγεμονικό αφήγημα, να πάρει ο ποταμός ό,τι εκλαμβάνεται ως αντι-δράση κι ας μην είναι, να πάρει ο ποταμός ό,τι δεν καταφάσκει στις ελίτ του χρήματος των ΜΜΕ.
Η μνήμη, ως συνέχεια του τεθνεώτος, και τα τηλεοπτικά μνημόσυνα και τα βαρύγδουπα συμπαρομαρτούντα μπορούν να μπαίνουν, κατά το κοινώς λεγόμενο, σε κάθε σπίτι, μοναχά αν συνεπικουρούν το κυρίαρχο αφήγημα, όταν δεν ενοχλούν τους εκπροσώπους του συστήματος. Αλλιώς, τα κόβει η λογοκρισία. Οι δε προσωπικότητες στρογγυλεύουν και ακρωτηριάζονται, βορά στην αναπαραγωγή μιας άθλιας εξουσίας. Σκυλεύονται, επί της ουσίας.